A:
Αέτωμα=το τρίγωνο που ορίζεται από τα καταέτια (κεκλιμένα) γείσα της στέγης στις δύο στενές πλευρές του ναού.
Αρπάγη= εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ανάρτηση και ανύψωση αρχιτεκτονικών μελών.
Γ:
Γείσο= το ανώτερο τμήμα του θριγκού που προεξέχει πάνω από τη ζωφόρο και προστατεύει αυτήν και το επιστύλιο από τα νερά της βροχής.
Γεωδαιτικός σταθμός= τοπογραφικό όργανο που έχει δυνατότητα μέτρησης γωνιών και αποστάσεων και επιτρέπει στο χρήστη του να συλλέγει όλες τις μετρήσεις που του είναι απαραίτητες για μία τοπογραφική αποτύπωση με χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας.
Ε:
Ενέματα-ενέσιμα κονιάματα= ενέσιμα αραιά διαλύματα κονιαμάτων για το γέμισμα των ρωγμών. Επιστύλιο= οριζόντιο αρχιτεκτονικό μέλος χωρίς ανάγλυφη διακόσμηση που βρίσκεται πάνω από τους κίονες («επί των στύλων») και τους συνδέει. Μπορεί να αποτελείται από ένα, δύο ή και τρία παράλληλα τοποθετημένα κομμάτια.
Επιταχυνσιογράφος= ειδικό όργανο που μετρά τη σεισμική επιτάχυνση.
Ζ:
Ζωφόρος= η συνεχής ανάγλυφη ζώνη που περιέτρεχε εξωτερικά το πάνω μέρος του σηκού.
Θ
Θριγκός= το ανώτερο τμήμα ενός αρχαίου κτηρίου που βρίσκεται πάνω από τους κίονες κι αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο και τα γείσα.
Κ
Κατάχωση= κάλυψη αρχαίων ερειπίων με χώμα με στόχο την προστασία τους. Μ Μετόπη= τετράγωνη πλάκα συνήθως με ανάγλυφη διακόσμηση που εναλλάσσεται με τα τρίγλυφα, επάνω από το επιστύλιο.
Π
Παντογράφος= μηχανή αυτόματης γλυπτικής αντιγραφής.
Πονταδόρος= σημειοθέτης, όργανο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά σημείων (πόντων) του εκμαγείου στο νέο μάρμαρο κατά την κατασκευή ενός γλυπτού ή ενός συμπληρώματος.
Πρόναος= ο χώρος που δημιουργείται ανάμεσα στην ανατολική κιονοστοιχία και τον τοίχο του σηκού.
Ο
Οξειδωμένος= σκουριασμένος.
Οπτικές ίνες= πολύ λεπτές κυλινδρικές ίνες γυαλιού ή πλαστικού, διαφανείς και εύκαμπτες που επιτρέπουν την πολύ γρήγορη κι εύκολη μετάδοση του φωτός και των δεδομένων. Λόγω της αποτελεσματικότητάς τους έχουν αντικαταστήσει όλα τα χάλκινα καλώδια.
Οπλισμός (από τιτάνιο)= ράβδοι από τιτάνιο που χρησιμοποιούνται κατά τη συγκόλληση θραυσμάτων.
Οπισθόναος= ο χώρος που δημιουργείται ανάμεσα στη δυτική κιονοστοιχία και τον τοίχο του σηκού.
Σ
Σκυρόδεμα= δομικό υλικό που προκύπτει από την ανάμειξη τσιμέντου με ποσότητα από άλλα αδρανή υλικά.
Σπόνδυλος= κάθε ένα από τα κομμάτια που αποτελούν τον κορμό του κίονα.
Σηκός= ο κυρίως ναός, ο κλειστός χώρος μέσα στον οποίο στεγαζόταν το άγαλμα.
Τ
Τσιμεντοκονίαμα= συνδετικό υλικό αποτελούμενο από τσιμέντο, νερό και άμμο.
Τεχνητός λίθος= λίθος που δημιουργείται από τσιμεντοκονίαμα και διάφορα αδρανή υλικά (άμμο, χαλίκια κ.λ.π.).
Τεχνητή πάτινα= ειδικός χρωματισμός λευκών στοιχείων (μαρμάρου, γύψου) ώστε να μην υπάρχει ζωηρή αντίθεση με το αρχαίο υλικό.
Υ
Υλικά πληρώσεως= υλικά που χρησιμοποιούνται για να γεμίσουν, να κλείσουν ορισμένα κενά.
Φ
Φάτνωμα/ φατνωματική πλάκα= οριζόντια πλάκα με τετράγωνες βαθύνσεις που αποτελεί μέρος της οροφής του ναού.
Αέτωμα=το τρίγωνο που ορίζεται από τα καταέτια (κεκλιμένα) γείσα της στέγης στις δύο στενές πλευρές του ναού.
Αρπάγη= εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ανάρτηση και ανύψωση αρχιτεκτονικών μελών.
Γ:
Γείσο= το ανώτερο τμήμα του θριγκού που προεξέχει πάνω από τη ζωφόρο και προστατεύει αυτήν και το επιστύλιο από τα νερά της βροχής.
Γεωδαιτικός σταθμός= τοπογραφικό όργανο που έχει δυνατότητα μέτρησης γωνιών και αποστάσεων και επιτρέπει στο χρήστη του να συλλέγει όλες τις μετρήσεις που του είναι απαραίτητες για μία τοπογραφική αποτύπωση με χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας.
Ε:
Ενέματα-ενέσιμα κονιάματα= ενέσιμα αραιά διαλύματα κονιαμάτων για το γέμισμα των ρωγμών. Επιστύλιο= οριζόντιο αρχιτεκτονικό μέλος χωρίς ανάγλυφη διακόσμηση που βρίσκεται πάνω από τους κίονες («επί των στύλων») και τους συνδέει. Μπορεί να αποτελείται από ένα, δύο ή και τρία παράλληλα τοποθετημένα κομμάτια.
Επιταχυνσιογράφος= ειδικό όργανο που μετρά τη σεισμική επιτάχυνση.
Ζ:
Ζωφόρος= η συνεχής ανάγλυφη ζώνη που περιέτρεχε εξωτερικά το πάνω μέρος του σηκού.
Θ
Θριγκός= το ανώτερο τμήμα ενός αρχαίου κτηρίου που βρίσκεται πάνω από τους κίονες κι αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο και τα γείσα.
Κ
Κατάχωση= κάλυψη αρχαίων ερειπίων με χώμα με στόχο την προστασία τους. Μ Μετόπη= τετράγωνη πλάκα συνήθως με ανάγλυφη διακόσμηση που εναλλάσσεται με τα τρίγλυφα, επάνω από το επιστύλιο.
Π
Παντογράφος= μηχανή αυτόματης γλυπτικής αντιγραφής.
Πονταδόρος= σημειοθέτης, όργανο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά σημείων (πόντων) του εκμαγείου στο νέο μάρμαρο κατά την κατασκευή ενός γλυπτού ή ενός συμπληρώματος.
Πρόναος= ο χώρος που δημιουργείται ανάμεσα στην ανατολική κιονοστοιχία και τον τοίχο του σηκού.
Ο
Οξειδωμένος= σκουριασμένος.
Οπτικές ίνες= πολύ λεπτές κυλινδρικές ίνες γυαλιού ή πλαστικού, διαφανείς και εύκαμπτες που επιτρέπουν την πολύ γρήγορη κι εύκολη μετάδοση του φωτός και των δεδομένων. Λόγω της αποτελεσματικότητάς τους έχουν αντικαταστήσει όλα τα χάλκινα καλώδια.
Οπλισμός (από τιτάνιο)= ράβδοι από τιτάνιο που χρησιμοποιούνται κατά τη συγκόλληση θραυσμάτων.
Οπισθόναος= ο χώρος που δημιουργείται ανάμεσα στη δυτική κιονοστοιχία και τον τοίχο του σηκού.
Σ
Σκυρόδεμα= δομικό υλικό που προκύπτει από την ανάμειξη τσιμέντου με ποσότητα από άλλα αδρανή υλικά.
Σπόνδυλος= κάθε ένα από τα κομμάτια που αποτελούν τον κορμό του κίονα.
Σηκός= ο κυρίως ναός, ο κλειστός χώρος μέσα στον οποίο στεγαζόταν το άγαλμα.
Τ
Τσιμεντοκονίαμα= συνδετικό υλικό αποτελούμενο από τσιμέντο, νερό και άμμο.
Τεχνητός λίθος= λίθος που δημιουργείται από τσιμεντοκονίαμα και διάφορα αδρανή υλικά (άμμο, χαλίκια κ.λ.π.).
Τεχνητή πάτινα= ειδικός χρωματισμός λευκών στοιχείων (μαρμάρου, γύψου) ώστε να μην υπάρχει ζωηρή αντίθεση με το αρχαίο υλικό.
Υ
Υλικά πληρώσεως= υλικά που χρησιμοποιούνται για να γεμίσουν, να κλείσουν ορισμένα κενά.
Φ
Φάτνωμα/ φατνωματική πλάκα= οριζόντια πλάκα με τετράγωνες βαθύνσεις που αποτελεί μέρος της οροφής του ναού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου