Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Νομική

Η νομική επιστήμη ασχολείται με την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου. Παρ’ όλο που κανόνες δικαίου με τη μια ή την άλλη μορφή υπήρχαν σε όλες τις κοινωνίες, η ανάπτυξη της νομικής επιστήμης ξεκίνησε κυρίως από τους Ρωμαίους. Ο Ουλπιανός ορίζει τη νομική επιστήμη ως γνώση θεϊκών και ανθρώπινων πραγμάτων και επιστήμη του δικαίου και του αδίκου: «Iuris prudentia est divinarum atque humanarum rerum notitia, iusti atque iniusti scientia» (Domitius Ulpianus: Ulpian primo libro reg., Πανδ. 1,1,10,2).

Η Νομική ως επιστήμη

Η νομική επιστήμη δεν είναι θετική επιστήμη, διότι τα πορίσματά της δεν μπορούν να επαληθευθούν με πειράματα. Επίσης υπάρχει μεγάλη επιρροή του παρατηρητή στο παρατηρούμενο αντικείμενο, αφού ο νομοθέτης πολλές φορές χρησιμοποιεί τα πορίσματα της νομικής επιστήμης κατά τη θέσπιση νέων νόμων. Πολλές φορές αμφισβητείται αν η νομική είναι επιστήμη. Άλλωστε υπάρχει και η περίφημη φράση του Γερμανού νομικού Julius von Kirchmann από το λόγο που εκφώνησε το 1848 με θέμα «Η απαξία της Νομικής ως επιστήμης» (Die Wertlosigkeit der Jurisprudenz als Wissenschaft): «τρεις διορθωτικές λέξεις του νομοθέτη και βιβλιοθήκες ολόκληρες γίνονται άχρηστες (κακέκτυπα)» (drei berichtigende Worte des Gesetzgebers, und ganze Bibliotheken werden zu Makulatur.).

Προέλευση του Δικαίου

Πηγή πολλών διαφωνιών είναι η προέλευση των κανόνων δικαίου, από πού αντλούν δηλαδή οι νόμοι την ισχύ τους. Την απάντηση προσπαθούν να δώσουν δύο μεγάλα ρεύματα, οι σχολές του φυσικού δικαίου και οι σχολές του νομικού θετικισμού. Για τους πρώτους (απλουστευτικά) το δίκαιο προϋπάρχει των νόμων και προέρχεται από τη φύση (ή από το Θεό). Οι νόμοι οφείλουν συνεπώς να συμμορφώνονται με το φυσικό δίκαιο. Απόρροια αυτού είναι ότι π.χ. οι άνθρωποι έχουν κάποια απαράγραπτα δικαιώματα, όπως την ελευθερία, ανεξάρτητα από το αν τους τα αναγνωρίζουν οι νόμοι ή όχι. Για τους θετικιστές (επίσης απλουστευτικά) το δίκαιο δεν προϋπάρχει αλλά θεσπίζεται με κοινά αποδεκτούς κανόνες και δεν οφείλει να συμμορφώνεται με ηθικούς ή άλλους κανόνες. Μέσα σε αυτά τα ρεύματα υπάρχουν φυσικά πολλές σχολές και παραλλαγές, ενώ οι περισσότεροι απορρίπτουν και τα δύο άκρα. Το ερώτημα για την προέλευση του δικαίου έχει σημασία για το αν π.χ. θα υπάρχει ελευθερία γνώμης ακόμη κι αν καταργηθεί το άρθρο του Συντάγματος που την προβλέπει ή για το αν υπάρχουν θεμελιώδεις κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που δεσμεύουν όλα τα κράτη ή αν τα κράτη δεσμεύονται μόνο από τις διεθνείς συνθήκες που έχουν τα ίδια κυρώσει.

Συγγενείς επιστήμες

Συγγενείς ως προς το αντικείμενο με τη νομική επιστήμη αλλά διαφορετικές είναι επιστήμες που εξετάζουν την Ιστορία του Δικαίου, το δίκαιο ως κοινωνικό φαινόμενο (Κοινωνιολογία του Δικαίου), τις μορφές του δικαίου στις διάφορες κοινωνίες και πολιτισμούς (Ανθρωπολογία του Δικαίου), το φαινόμενο της παραβατικότητας και τη σχέση του με το δίκαιο (Εγκληματολογία) κ.ο.κ. Οι επιστήμες αυτές διακρίνονται από τη νομική επιστήμη γιατί χρησιμοποιούν κυρίως τις μεθόδους άλλων επιστημών (ΙστορίαςΚοινωνιολογίαςΑνθρωπολογίας κλπ.).

Μεθοδολογία του Δικαίου

Δομή του κανόνα δικαίου

Η νομική επιστήμη έχει ορισμένη μεθοδολογία για την ερμηνεία των κανόνων δικαίου. Ο κανόνας δικαίου διαιρείται συνήθως σε πραγματικό («όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια») και έννομη συνέπεια («οφείλει να τον αποζημιώσει»). Ο εφαρμοστής του δικαίου οφείλει να ερμηνεύσει το νόμο (να ανεύρει το νόημα της διάταξης) και να τον εφαρμόσει (να υπαγάγει τη συγκεκριμένη περίπτωση στη σωστή διάταξη). Οφείλει με άλλα λόγια να διαπιστώσει αν στην υπό κρίση περίπτωση πληρούνται οι όροι του πραγματικού, προκειμένου να επέλθει η έννομη συνέπεια. Πολλές φορές όμως οι νόμοι είναι γενικοί, γιατί αναφέρονται σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων και ο νομοθέτης δεν μπορεί να προβλέψει όλες τις πιθανές περιπτώσεις. Έτσι ο εφαρμοστής του δικαίου καλείται εφαρμόζοντας μια ή περισσότερες από τις μεθόδους να ανεύρει τον προσήκοντα κανόνα και να τον εφαρμόσει σωστά.

Γραμματική ερμηνεία

Αφετηρία για την ερμηνεία ενός νόμου είναι το γράμμα του, η λεκτική του διατύπωση. Πολλές φορές όμως η διατύπωση δεν είναι σαφής ή επιδέχεται πολλών ερμηνειών Στο ανωτέρω παράδειγμα δεν είναι σαφές αν ο νομοθέτης ως παράνομη ζημία εννοεί τη ζημία που επήλθε με παράβαση ενός οποιουδήποτε νόμου ή μόνο ορισμένων νόμων. Επίσης οι λέξεις αλλάζουν νόημα με την πάροδο του χρόνου. Πέραν αυτού ο νομοθέτης δε νομοθετεί σε «κενό δικαίου», αλλά οι νόμοι εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο προϋπαρχόντων (θεσπισμένων) νόμων και νομικής θεωρίας, το οποίο είναι πολλές φορές κρίσιμο για την ανεύρεση του αληθούς νοήματος του κανόνα δικαίου.

Ιστορική Ερμηνεία

Η δεύτερη μέθοδος είναι η ιστορική ερμηνεία. Με αυτήν ο εφαρμοστής του δικαίου προσπαθεί να βρει το νόημα ενός κανόνα ανατρέχοντας στη βούληση του ιστορικού νομοθέτη. Αν π.χ. από τις εκθέσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής ή από τα πρακτικά της Βουλής προκύπτει ότι ο νομοθέτης ήθελε με μια συγκεκριμένη διάταξη να ελαφρύνει τους οφειλέτες των Τραπεζών αλλά η διατύπωση του νόμου μπορεί να ερμηνευθεί και εις βάρος τους, ο εφαρμοστής θα κοιτάξει να εφαρμόσει τη διάταξη ευνοϊκά και όχι εις βάρος των οφειλετών. Η ιστορική ερμηνεία έχει όμως και όρια, διότι ο νόμος από τη στιγμή που ψηφίζεται παύει να είναι προϊόν του συγκεκριμένου ιστορικού νομοθέτη και γίνεται μέρος της σύνολης έννομης τάξης, η βούληση δηλαδή του ιστορικού νομοθέτη δε δεσμεύει τους κοινωνούς εσαεί. Επίσης δεν μπορεί πάντα να διαπιστωθεί η βούληση όλων των βουλευτών π.χ. που ψήφισαν ένα νόμο, μπορεί αρκετοί να συμφωνούσαν με τη λεκτική διατύπωση αλλά ο καθένας να τον ψήφισε με το δικό του σκεπτικό.

Τελολογική Ερμηνεία

Η τελολογική ερμηνεία (τέλος=σκοπός) αναζητά το σκοπό της διάταξης πίσω από το γράμμα (ratio legis, το «πνεύμα» του νόμου). Ας υποθέσουμε ότι ο νόμος προβλέπει για την εγκυρότητα μιας πράξης ιδιόχειρη υπογραφή και κάποιος υπογράφει με το στόμα ή με το πόδι. Σκοπός του νόμου είναι να έχει δοθεί γραπτή συγκατάθεση από τον υπογράφοντα αυτοπροσώπως, το νομοθέτη δεν τον ενδιέφερε αν θα είναι με το χέρι ή όχι. Υπογραφή με άλλο μέλος δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της συγκατάθεσης. Η ερμηνεία που ανάγεται στο σκοπό του κανόνα δικαίου ονομάζεται διασταλτική ή συσταλτική ερμηνεία, ανάλογα με το αν διευρύνει ή αντίστοιχα περιορίζει την εφαρμογή του σε σχέση με τη γραμματική διατύπωση.

Συστηματική Ερμηνεία

Η συστηματική ερμηνεία βασίζεται στο γεγονός ότι συνήθως ένας κανόνας δικαίου δε στέκεται μόνος του αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύστημα ρύθμισης, π.χ. το οικογενειακό δίκαιο, το φορολογικό δίκαιο κλπ., το οποίο διέπεται από κάποιες γενικότερες αρχές. Ο κάθε κανόνας θα πρέπει να ερμηνευθεί με βάση τις γενικές αρχές που διέπουν όλο το σύστημα ρυθμίσεων στο οποίο είναι ενταγμένος. Για παράδειγμα ο νόμος ρυθμίζει στον Αστικό Κώδικα τη μίσθωση (ενοικίαση) και ορίζει ότι για την κατάρτιση σύμβασης μίσθωσης δεν απαιτείται έγγραφο. Σε φορολογικό νόμο ορίζεται ότι η μίσθωση κατοικίας οφείλει να καταρτίζεται εγγράφως και το έγγραφο να θεωρείται από την Εφορία, αλλιώς η μίσθωση είναι άκυρη. Ο μισθωτής Α αρνείται να καταβάλει το νοίκι στον εκμισθωτή του, γιατί δεν έχουν καταρτίσει έγγραφο και άρα η μίσθωση είναι άκυρη. Η συστηματική ερμηνεία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Α δεν έχει δίκιο. Η διάταξη που επιτάσσει έγγραφο για να είναι έγκυρη η μίσθωση είναι στο φορολογικό δίκαιο και όχι στο αστικό, όπου και ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις της μίσθωσης. Το φορολογικό δίκαιο αφορά τη σχέση πολίτη-κράτους και όχι τις σχέσεις πολιτών μεταξύ τους. Άρα ο κανόνας του φορολογικού δικαίου δεν έχει εφαρμογή στις σχέσεις του Α με τον εκμισθωτή του και η μίσθωση σε ό,τι αφορά τη σχέση μισθωτή-εκμισθωτή είναι έγκυρη και χωρίς έγγραφο.

Κενά Νόμου και αναλογία

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο νομοθέτης δεν έχει ρυθμίσει μια περίπτωση. Ο εφαρμοστής του δικαίου καλείται τότε να πληρώσει το κενό. Πρώτα πρέπει να διαπιστώσει αν ο νομοθέτης άφησε την περίπτωση αρρύθμιστη επειδή δεν την προέβλεψε ή επίτηδες δεν ήθελε να τη ρυθμίσει ξεχωριστά. Αν καταλήξει στο πρώτο συμπέρασμα, το κύριο εργαλείο του είναι η αναλογία, η εφαρμογή δηλαδή κανόνων που εφαρμόζονται σε όμοιες περιπτώσεις. Για παράδειγμα ο νόμος έχει ρυθμίσει στον Αστικό Κώδικα την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων, ότι δηλαδή τα μέρη οφείλουν να εκπληρώσουν ό,τι συμβατικά έχουν αναλάβει να εκπληρώσουν. Έχει ρυθμίσει επίσης τα δικαιώματα του άλλου μέρους αν ο ένας δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Δεν έχει ρυθμίσει όμως τι ισχύει, αν ο ένας εκπληρώσει πλημμελώς τις υποχρεώσεις του. Για παράδειγμα ο νόμος ρυθμίζει ότι αν ο κάτοχος ενός σπιτιού και ένας ελαιοχρωματιστής συμφωνήσουν και οι δύο ο ελαιοχρωματιστής να βάψει το σπίτι, ο τελευταίος οφείλει να το πράξει. Επίσης ρυθμίζει τι δικαιώματα έχει ο κάτοχος του σπιτιού, αν ο ελαιοχρωματιστής δεν το βάψει. Δεν έχει ρυθμίσει όμως την περίπτωση που ο ελαιοχρωματιστής θα βάψει μεν το σπίτι ως οφείλει, θα καταστρέψει όμως κατά την εκτέλεση του έργου το παρκέ χύνοντας χρώματα επάνω του. Ο εφαρμοστής του δικαίου τότε θα αναζητήσει πρώτα αν ο νομοθέτης επίτηδες άφησε το κενό αρρύθμιστο. Κάτι τέτοιο δεν είναι πιθανό, αφού ο νόμος ρυθμίζει διεξοδικά τις υπόλοιπες περιπτώσεις μη εκπλήρωσης της σύμβασης, στόχευε δηλαδή σε πλήρη ρύθμιση της συμβατικής σχέσης. Κατόπιν θα αναζητήσει αν υπάρχει σε παρόμοια περίπτωση (π.χ. πώληση, μίσθωση) συναφής ρύθμιση. Αν υπάρχει, θα την εφαρμόσει αναλογικά, λαμβάνοντας δηλαδή υπ’ όψιν τις τυχόν διαφορές σύμβασης έργου-σύμβασης πώλησης ή μίσθωσης. Η αναλογική εφαρμογή μιας διάταξης ονομάζεται αναλογία νόμου. Αν δεν υπάρχει σχετική διάταξη, θα πρέπει να ανατρέξει στους γενικούς κανόνες που ρυθμίζουν την εκπλήρωση της σύμβασης, να αναζητήσει τις γενικές αρχές που τη διέπουν (υποχρέωση καλόπιστης συμπεριφοράς, επιείκεια προς τον οφειλέτη, ευθύνη για ζημιογόνες πράξεις από δόλο και αμέλεια κλπ.) και να τις εφαρμόσει ανάλογα (αναλογία δικαίου). Βασικό κριτήριο για την αναλογία είναι ότι δίκαιο είναι να ρυθμίζονται όμοιες περιπτώσεις όμοια και ανόμοιες ανόμοια. Η αναλογία ως μέθοδος ανεύρεσης του δικαίου απαγορεύεται στο Ποινικό Δίκαιο, γιατί εκεί ισχύει η αρχή ότι τιμωρούνται μόνο τα εγκλήματα που προβλέπονται ρητά από το νόμο.

Σύγκρουση κανόνων

Αρκετές φορές μπορεί κανόνες δικαίου να συγκρούονται φαινομενικά ή πραγματικά μεταξύ τους. Σε αυτήν την περίπτωση ο εφαρμοστής του δικαίου οφείλει να προσπαθήσει να εφαρμόσει τον πιο κατάλληλο κανόνα κι αν αυτό δεν είναι δυνατό, να σταθμίσει τα αντικρουόμενα συμφέροντα και να βρει ποιο υπερισχύει. Θεωρητικά σε μια έννομη τάξη δεν υπάρχουν συγκρούσεις, μια που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο είναι όλα ρυθμισμένα, απομένει μόνο να βρεθεί ο σωστός κανόνας. Στην πράξη βέβαια είναι τα πράγματα διαφορετικά. Κάποιοι κανόνες για την επίλυση συγκρούσεων κανόνων είναι οι εξής:

lex specialis derogat legi generali

Ο ειδικός νόμος υπερισχύει του γενικού. Αν π.χ. ο νόμος για το ωράριο των καταστημάτων προβλέπει να κλείνουν στις 6 και ο νόμος για τα αρτοποιεία προβλέπει να κλείνουν στις 7, ο νόμος για τα αρτοποιεία είναι ειδικός, αφού αναφέρεται σε ορισμένο είδος εμπορικών καταστημάτων και σε ό,τι αφορά τα αρτοποιεία υπερισχύει του γενικού νόμου.

lex posterior derogat legi priori

Ο νεώτερος νόμος υπερισχύει του παλαιότερου.

lex posterior generalis non derogat legi priori speciali

Ο νεώτερος γενικός νόμος δεν καταργεί παλαιότερο ειδικό. Αν ο νόμος για τα αρτοποιεία προβλέπει να κλείνουν στις 7 και αργότερα ψηφιστεί νόμος για όλα τα εμπορικά καταστήματα που προβλέπει να κλείνουν στις 6, ως γενικός δεν επηρεάζει τον ειδικό για τα αρτοποιεία εκτός αν το προβλέπει ρητώς.

Σύγκρουση νόμων και Συντάγματος

Το Σύνταγμα είναι πάνω από τους νόμους και οι νόμοι που συγκρούονται με αυτό είναι άκυροι. Από την άλλη ο νομοθέτης κατά κανόνα δεν έχει σκοπό να συγκρουσθεί με το Σύνταγμα. Έτσι θα πρέπει πρώτα να αναζητηθεί αν υπάρχει τρόπος συσταλτικής ερμηνείας του νόμου που να μην καθιστά αναγκαία την ακύρωσή του αλλά και να αίρει τη σύγκρουση με το Σύνταγμα. Μπορεί για παράδειγμα νόμος να προβλέπει για ορισμένη πράξη ότι ο ζημιώσας οφείλει να καταβάλει υπέρογκη εξοντωτική αποζημίωση στον ζημιωθέντα και να συγκρούεται έτσι με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ελεύθερη συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Πριν ο εφαρμοστής κηρύξει το νόμο άκυρο οφείλει να εξετάσει αν περιορίζοντας το ύψος της αποζημίωσης μπορεί να άρει τη σύγκρουση με το Σύνταγμα διασώζοντας εν μέρει το νόμο. Η διαδικασία αυτή είναι δύσκολη, γιατί ο νόμος στην περιορισμένη εφαρμογή του (συσταλτικά ερμηνευμένος) δεν πρέπει να έρχεται από την άλλη σε αντίθεση με το σκοπό του νομοθέτη, θα πρέπει δηλαδή να παραμένει στην κατεύθυνση του αρχικού νοήματος, επειδή ο εφαρμοστής του δικαίου δεν είναι νομοθέτης ο ίδιος για να διαπλάθει το περιεχόμενο των νόμων κατά βούληση. Αν ο συσταλτικά ερμηνευμένος νόμος συγκρούεται με την αρχική βούληση του νομοθέτη, δηλαδή δεν αποτελεί μέρος του αρχικού νοήματος αλλά αποκτά άλλο καινούργιο νόημα, ο εφαρμοστής δεν έχει ευχέρεια να τον εφαρμόσει, αλλά οφείλει να θεωρήσει ολόκληρο το νόμο ως άκυρο λόγω αντίθεσης με το Σύνταγμα.

Στάθμιση συμφερόντων

Οι προηγούμενες αρχές περί γενικού και ειδικού νόμου είναι απλές, που σημαίνει ότι δε λύνουν τα πραγματικά δύσκολα προβλήματα. Πολλές φορές οι κανόνες δεν έχουν εμφανή σχέση ειδικού προς γενικό ή σχέση ιεραρχίας ή απονέμουν αλληλοσυγκρουόμενα δικαιώματα σε διαφορετικά υποκείμενα. Για παράδειγμα το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ελευθερία του τύπου και της πληροφόρησης, κατοχυρώνει όμως και το σεβασμό της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας του ατόμου. Αν μια εφημερίδα δημοσιεύσει φωτογραφίες ενός πολιτικού σε εξωσυζυγικές σεξουαλικές περιπτύξεις, συγκρούονται οι κανόνες μεταξύ τους. Γενική λύση για όλες τις περιπτώσεις δεν μπορεί να δοθεί. Η μόνη λύση είναι η στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κριτήρια θα είναι μεταξύ άλλων η σπουδαιότητα και αναγνωρισιμότητα του πολιτικού (δημοτικός σύμβουλος ή πρωθυπουργός), το δικαιολογημένο ή όχι ενδιαφέρον του κοινού για ενημέρωση (αν π.χ. επιτρέπει γενικότερα συμπεράσματα για το χαρακτήρα του) κλπ.

Τομείς

  • Τομέας Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου
  • Τομέας Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης
  • Τομέας Διεθνών Σπουδών
  • Τομέας Εμπορικού και Οικονομικού Δικαίου
  • Τομέας Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας του Δικαίου
  • Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών

Δίκαιο

Δίκαιο ονομάζεται το σύνολο των υποχρεωτικών και εξαναγκαστικών κανόνων οι οποίοι και ρυθμίζουν τις σχέσεις των διαβιούντων προσώπων σε μια κοινωνία. Η έννοια του δικαίου είναι ευρύτερη των γραπτών νόμων οι οποίοι τίθενται σε ισχύ από την Πολιτεία και μπορεί να περιλαμβάνει επίσης άγραφους εθιμοτυπικούς κανόνες, προηγούμενες αποφάσεις δικαστηρίων στα συστήματα κοινού δικαίου, ή και θρησκευτικά κείμενα σε θεοκρατικά καθεστώτα.

Επίσης κατ΄ άλλο ορισμό: Δίκαιο είναι η ανθρώπινη θέληση η οποία ρυθμίζει την κοινωνική ζωή κατά τρόπο «ετερόνομο», «επιτακτικό» και «εξαναγκαστικό». Συνεπώς το δίκαιο δεν προέρχεται από την ατομική θέληση των επιμέρους ατόμων αλλά επιβάλλεται εξωτερικά (ετερόνομος ρύθμιση), επιτάσσοντας και καθορίζοντας τι δύναται και τι πρέπει ή τι δεν δύναται και τι δεν πρέπει να πράττουν χωρίς ωστόσο να ζητεί τη συγκατάθεσή τους (επιτακτική ρύθμιση), επιβάλλοντας όμως στους μη συμμορφούμενους προς τους κανόνες του κυρώσεις (εξαναγκασμός).

Εκτός των κανόνων δικαίου τη συμπεριφορά των μελών μιας κοινωνίας ρυθμίζουν και οι κανόνες της Ηθικής και της Εθιμοτυπίας. Μεταξύ όμως των κανόνων αυτών και του Δικαίου υφίστανται ουσιώδεις διαφορές.

Οι κανόνες ηθικής και εθιμοτυπίας

  1. Οι κανόνες Ηθικής σε αντίθεση με εκείνες του Δικαίου απευθύνονται προς τον εσωτερικό ψυχισμό του ανθρώπου, την εσωτερική του διάθεση, προερχόμενοι από τη συνείδησή του, που όμως η συμμόρφωση προς αυτούς γίνεται οικειοθελώς χωρίς εξαναγκασμό.
  2. Επίσης οι κανόνες της εθιμοτυπίας ρυθμίζουν μεν την εξωτερική συμπεριφορά του ανθρώπου, όπως οι κανόνες του Δικαίου, πλην όμως η συμμόρφωση και προς αυτούς γίνεται «οικειοθελώς» χωρίς εξαναγκασμό.
  • Η μη συμμόρφωση στους κανόνες της Ηθικής και της Εθιμοτυπίας μόνο τη περιφρόνηση των λοιπών μελών της κοινωνίας μπορεί να επισύρει.

Διαίρεση

Το Δίκαιο στο σύνολό του με κριτήριο την έκταση της επιβολής του και τις σχέσεις τις οποίες ρυθμίζει διακρίνεται στο Εσωτερικό Δίκαιο και στο Διεθνές Δίκαιο.

Εσωτερικό Δίκαιο

Εσωτερικό Δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις εντός της επικράτειας σχέσεις (Πολιτείας – πολιτών και μεταξύ πολιτών). Aυτό διακρίνεται σε Δημόσιο Δίκαιο και Ιδιωτικό Δίκαιο αντίστοιχα, ενώ ως νέοι αυτοτελείς κλάδοι του Εσωτερικού Δικαίου μπορούν να αναφερθούν το Εργατικό Δίκαιο, Γεωργικό Δίκαιο, Βιομηχανικό Δίκαιο, Μεταλλευτικό Δίκαιο και το Δίκαιο Καταναλωτών.

  • Δημόσιο Δίκαιο ονομάζεται το σύνολο των κανόνων που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας και των σχέσεων αυτής δια των οργάνων της προς τους πολίτες. Τούτο λόγω του μεγάλου αριθμού των κανόνων διακρίνεται σε επιμέρους σύνολα κανόνων συναφών με συγκεκριμένο αντικείμενο εξ ου και το όνομα των επιμέρους αυτών. Και αυτά είναι:
  1. Συνταγματικό Δίκαιο. Περιλαμβάνει τους κανόνες δικαίου που καθορίζουν τη μορφή και τα βασικά όργανα της Πολιτείας, καθώς και τα όρια της κρατικής εξουσίας προς τους πολίτες.
  2. Διοικητικό Δίκαιο. Περιλαμβάνει κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την οργάνωση και τη λειτουργία της Διοίκησης καθώς και τις σχέσεις Κράτους και πολιτών.
  3. Ποινικό Δίκαιο. Περιλαμβάνει τους κανόνες δικαίου που καθορίζουν τις αξιόποινες πράξεις και τις επ΄ αυτών επιβαλλόμενες ποινές.
  4. Δικονομικό Δίκαιο: Περιλαμβάνει τους κανόνες που καθορίζουν τα όργανα και τον τρόπο λύσης των διαφορών και απονομής δικαιοσύνης. Ο κλάδος αυτός διακρίνεται σε επιμέρους Πολιτική και Ποινική Δικονομία.
  5. Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Περιλαμβάνει κανόνες που διέπουν την οργάνωση της Εκκλησίας προς τη Πολιτεία, τα εκκλησιαστικά αδικήματα και τις επιβαλλόμενες επ΄ αυτών ποινές.
  6. Δημοσιονομικό Δίκαιο του οποίου τμήμα είναι το Φορολογικό δίκαιο. Ο κλάδος αυτός του Δικαίου περιλαμβάνει τους κανόνες που διέπουν τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, τα της επιβολής, βεβαίωσης και είσπραξης των φόρων κλπ.
  • Ιδιωτικό Δίκαιο ονομάζεται το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών της κοινωνίας (Πολιτείας) κατά τάξη ισότητας. Το Ιδιωτικό Δίκαιο διακρίνεται σε τρεις επιμέρους κλάδους:
  1. Αστικό Δίκαιο: Σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τις προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις των πολιτών. Οι κανόνες αυτοί του Αστικού Δικαίου κατατάσσονται σε πέντε επιμέρους τμήματα: Γενικές Αρχές, Ενοχικό Δίκαιο, Εμπράγματο Δίκαιο, Οικογενειακό Δίκαιο και Κληρονομικό Δίκαιο.
  2. Εμπορικό Δίκαιο: Σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν ειδικά το εμπόριο. Το Εμπορικό Δίκαιο διακρίνεται και αυτό στους επιμέρους κλάδους: Γενικό Μέρος (Έμποροι, Εμπορικές πράξεις, Εμπορικά σήματα, αθέμιτος ανταγωνισμός), Δίκαιο αξιογράφων (Συναλλαγματικές, Γραμμάτια, Επιταγές), Πτωχευτικό Δίκαιο, Ναυτικό Δίκαιο και Ασφαλιστικό Δίκαιο.
  3. Εργατικό Δίκαιο: Σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις εξαρτημένης (μισθωτής) εργασίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, όπως ατομικές και συλλογικές συμβάσεις εργασίας, επαγγελματικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών κ.ά.

Διεθνές Δίκαιο

Αντίθετα με τα παραπάνω το Διεθνές Δίκαιο περιλαμβάνει κανόνες που διέπουν τις μεταξύ χωρών σχέσεις (Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο) καθώς και των σχέσεων με αλλοδαπούς ή μεταξύ αλλοδαπών (Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο).

Πηγές Δικαίου

Οι πηγές του Δικαίου είναι δύο, ο Νόμος και το Έθιμο. Η διαφορά των δύο αυτών πηγών δικαίου είναι ότι ο μεν Νόμος είναι γραπτός κανόνας δικαίου ενώ το Έθιμο αποτελεί τον άγραφο νόμο δικαίου που πολλές φορές υπερισχύει του Νόμου, φθάνει να μη υπερβαίνει την καλώς νοούμενη έννομη τάξη (π.χ η βεντέτα, ή η ζωοκλοπή ως απόδειξη υπεροχής στη κλοπή των υποψήφιων γαμπρών της Νάξου, που αμφότερες είναι καταδικαστέες).

Ο Νόμος ως πηγή δικαίου λαμβάνει με την ευρύτερη αυτού έννοια πάσα γραπτή πηγή δικαίου που θέτει η Πολιτεία. Έτσι με την ευρύτητα του όρου ο Νόμος περιλαμβάνει το Σύνταγμα, τα Ψηφίσματα, τις Συντακτικές πράξεις, τους Αναγκαστικούς Νόμους, τους υπό τη στενή έννοια Νόμους, τα κανονιστικού περιεχομένου διατάγματα και τις Υπουργικές αποφάσεις.

Σύνταγμα

Κύριο λήμμα: Σύνταγμα

Υπό την ουσιαστική έννοια του πολιτικού όρου Σύνταγμα νοείται το σύνολο των νομικών εκείνων κανόνων που καθορίζουν τη μορφή του Κράτους (Πολίτευμα), την οργάνωσή των κρατικών υπηρεσιών δηλαδή της κρατικής εξουσίας καθώς και τα όρια αυτής έναντι των εντός της επικράτειας προσώπων.

Υπό τη τυπική όμως έννοια του πολιτικού αυτού όρου ως Σύνταγμα νοείται ο γραπτός διατυπωμένος θεμελιώδης κανόνας (νόμος) του Κράτους που σε σύγκριση με τους κοινούς νόμους έχει υπερισχυμένη τυπική δύναμη. Ο θεμελιώδης αυτός νόμος τίθεται και μεταβάλλεται κατά πολύ δυσχερέστερη διαδικασία από τη προβλεπόμενη για τους κοινούς νόμους.

Ιεραρχικά το Σύνταγμα (του Κράτους) ίσταται υπεράνω παντός νόμου.

Ισοδύναμοι προς το Σύνταγμα κανόνες δικαίου, δηλαδή με αυξημένη τυπική δύναμη είναι μόνο τα Ψηφίσματα και οι Συντακτικές Πράξεις.

  • Τα μεν Ψηφίσματα προέρχονται από Βουλές που έχουν αρμοδιότητα κατάρτισης νέου Συντάγματος ή αναθεωρήσεως του ισχύοντος (δηλαδή Συντακτική ή αναθεωρητική εξουσία).
  • Οι δε Συντακτικές Πράξεις προέρχονται από Κυβερνήσεις «περιβεβλημένες» Συντακτικής εξουσίας (όπως Επαναστατικές Κυβερνήσεις, Κυβερνήσεις ανωμάλων πολιτικών καταστάσεων κλπ) και πάντα κατά τη διάρκεια απουσίας της Βουλής.

Νόμος

Κύριο λήμμα: Νόμος

Νόμος καλείται ο γραπτός κανόνας δικαίου που τίθεται από τη Πολιτεία μέσω των διατεταγμένων προς τούτο οργάνων της (Υπηρεσιών). Κατ΄ άλλο ορισμό Νόμος καλείται η Πολιτειακή πράξη, δια της οποίας τίθεται, τροποποιείται ή καταργείται κανόνας δικαίου.

Υπό της Νομικής Επιστήμης οι νόμοι διακρίνονται από πλευράς ουσίας (περιεχομένου) και τύπου(Υπηρεσία που το εξέδωσε).

  • Από απόψεως ουσίας ο νόμος διακρίνεται:
  1. Ως ουσιαστικός νόμος, δηλαδή η πράξη της Πολιτείας που περιέχει κανόνα ή κανόνες δικαίου, ανεξάρτητα του τύπου, υπό τον οποίο εκδόθηκε ή της Υπηρεσίας που το εξέδωσε και
  2. Ως διοικητική κατ΄ ουσία πράξη, δηλαδή τη πράξη η οποία έχει διοικητικό περιεχόμενο, ανεξάρτητα του τύπου υπό τον οποίο εκδόθηκε.
  • Από απόψεως τύπου ο νόμος διακρίνεται:
  1. Ως τυπικός νόμος, δηλαδή που ακολουθείται η γενική διαδικασία έκδοσης (ψήφιση, κύρωση, έκδοση) δια των νομοθετικών παραγόντων (Βουλή, Ανώτατος Άρχων) και κατάλληλα δημοσιευθείς, ανεξαρτήτως περιεχομένου. Σημειώνεται ότι αν ο τυπικός νόμος περιέχει κανόνα δικαίου, όπου και το συνηθέστερο, είναι και ουσιαστικός νόμος. Αν όμως έχει διοικητικό περιεχόμενο τότε είναι απλός τυπικός νόμος (π.χ. ο προϋπολογισμός του κράτους), και
  2. Ως Διάταγμα, δηλαδή πράξη της Πολιτείας που εκφράζεται δια των οργάνων της (υπηρεσιών) ανεξαρτήτως περιεχομένου.

Η πρωτοβουλία κατάρτισης των Νόμων (νομοθετική) ανήκει στη Κυβέρνηση και τη Βουλή, ασκείται δε υπό ορισμένους όρους και ορισμένη διαδικασία, σύμφωνα πάντα και όπως προβλέπει το Σύνταγμα με τα ακολουθούμενα στάδια της επεξεργασίας, της συζήτησης και ψήφισης από τη Βουλή των νομοσχεδίων με τελικό στάδιο τη κύρωση, την έκδοση και δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

  • Κύρωση ονομάζεται η πράξη του Ανώτατου Άρχοντα (Βασιλέως ή Προέδρου Δημοκρατίας), ως παράγοντος της νομοθετικής λειτουργίας, με την οποία αυτός παρέχει τη συγκατάθεσή του εις τη κατάρτιση του υπό της Βουλής ψηφισθέντος νόμου προσυπογράφοντας αμέσως μετά τον αρμόδιο κατά αντικείμενο Υπουργό ο οποίος και φέρει ακέραια την ευθύνη.
  • Έκδοση ονομάζεται η μετά τη διαδικασία ελέγχου του σύννομου με το Σύνταγμα του προς έκδοση νόμου,, πράξη του ανώτατου Άρχοντα με την οποία πιστοποιεί την κατά το Σύνταγμα κατάρτιση του νόμου με ακέραια και πάλι την ευθύνη του Υπουργού.
  • Δημοσίευση ονομάζεται η Διαταγή του Ανωτάτου Άρχοντα προς καταχώρηση του υπ΄ αυτού κυρωθέντος και εκδοθέντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η δημοσίευση γίνεται στο Α’ τεύχος της Ε.τ.Κ. αφού πρότερα τεθεί η μεγάλη του Κράτους σφραγίς. Από της δημοσιεύσεως ο νόμος θεωρείται γνωστός «τοις πάσι» αποκτά τυπική ισχύ και δεν δύναται να ανακληθεί ή να καταργηθεί εκτός από νέου τυπικού νόμου.

Η διαδικασία συγγραφής νόμου γίνεται βάσει συγκεκριμένης τεχνικής, της νομοτεχνικής, η δε διάκριση των νόμων γίνεται με αριθμούς και ημερομηνία έκδοσης. Παλαιότερα γινόταν και με γράμματα.

Τέλος ο νόμος διατηρεί την ισχύ του έως ότου νεότερος καταργήσει τούτον ρητά αναφερόμενος ή σιωπηρώς με διατάξεις αντιθέτου περιεχομένου.

  • Ισοδύναμοι με τους νόμους είναι οι Αναγκαστικοί νόμοι που εκδίδονται από τη Κυβέρνηση σε εξαιρετικές περιπτώσεις χωρίς εξουσιοδότηση. Από το Σύνταγμα όμως δεν προβλέπεται έκδοση τέτοιων νόμων.

Διατάγματα

Κατά κανόνα οι νόμοι θέτουν τα γενικά και μόνο πλαίσια ρύθμισης ενός θέματος. Για την πλήρη εφαρμογή όμως αυτών στη πράξη απαιτείται και ακολουθείται συνήθως η έκδοση ιδιαίτερης πράξης που ρυθμίζει τα επί μέρους θέματα εντός των πλαισίων των νόμων. Αυτές οι επιμέρους πράξεις της Πολιτείας είναι τα Διατάγματα και οι Υπουργικές Αποφάσεις.

Διάταγμα καλείται εν προκειμένω η πράξη της Πολιτείας που εκδίδει ο Ανώτατος Άρχων, με πρόταση του αρμόδιου Υπουργού και ευθύνη αυτού. Τα Διατάγματα διακρίνονται σε:

  1. Εκτελεστικά τα οποία εκδίδονται προς εκτέλεση νόμων,
  2. Νομοθετικά τα οποία εκδίδονται μετά από ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση, και
  3. Διοικητικά τα οποία δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, διακρινόμενα σε επιμέρους «αυτοτελή» (όταν δεν συνδέονται με άλλους νόμους) και «μη αυτοτελή» (όταν συνδέονται), επίσης σε «ατομικά» (όταν αφορά ορισμένο πρόσωπο) και «κανονιστικά» (όταν θέτουν διοικητικούς κανόνες).

Υπουργικές Αποφάσεις

Με τις Υπουργικές Αποφάσεις εξειδικεύονται ακόμη περισσότερο οι διατάξεις του νόμου, όπου και ρυθμίζονται τα επιμέρους θέματα στη λεπτομέρειά τους.

Υπουργική Απόφαση καλείται η πράξη που εκδίδεται από τον (αρμόδιο κατά περίπτωση) Υπουργό, απαραίτητα κατ΄ εξουσιοδότηση του νόμου και πάντα εντός των πλαισίων αυτής της εξουσιοδοτήσεως.

Με την Υπουργική Απόφαση, είτε τίθενται δευτερεύοντες κανόνες δικαίου οπότε και καλείται «κανονιστική απόφαση», είτε ρυθμίζονται διοικητικής φύσεως θέματα (π.χ. πρόσληψη, απόλυση, προαγωγή, μετάθεση υπαλλήλων ορισμός εγγυήσεων κλπ ) οπότε και καλείται «εκτελεστική».

Και οι δύο τύποι αυτοί των Υπουργικών Αποφάσεων δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Έθιμο

Κύριο λήμμα: Έθιμο

Το Έθιμο αποτελεί κανόνα Δικαίου που τίθεται από τη «Κοινωνία» κατόπιν μακράς και ομοιόμορφης άσκησης, και με τη συνείδηση όμως ότι αυτό αποτελεί δίκαιο. Είναι ο λεγόμενος «άγραφος νόμος».

Κατά τα παραπάνω, στοιχεία του εθίμου είναι: η μακρά και ομοιόμορφη «άσκηση» (στοιχείο εξωτερικό) και η «κοινή πεποίθηση» ότι αποτελεί πατροπαράδοτο κανόνα δικαίου (στοιχείο εσωτερικό).

Τα έθιμα διακρίνονται σε:

  1. Καθολικά (που ισχύουν σε όλη τη χώρα) και σε Τοπικά (που ισχύουν σε μέρος της χώρας)
  2. Γενικά (που εφαρμόζονται επί πάντων των συναλλασσομένων) και σε Ειδικά (που εφαρμόζονται επί ορισμένης κατηγορίας αυτών) και
  3. Συμπληρωματικά ή αντίθετα Καταργητικά διατάξεων νόμου.

Η απόδειξη του εθίμου γίνεται δια παντός μέσου π.χ. με μάρτυρες. 

(Επί παραδείγματος, οι δικηγόροι προκειμένου να αντιτάξουν το αδίκημα των άσκοπων πυροβολισμών και παράνομης οπλοχρησίας αναζητούν από τους κατηγορούμενους να θυμηθούν, αν έχουν, ανήμερα του αδικήματος κάποια ανάμνηση ή επέτειο).

Ιεράρχηση κανόνων

Μεταξύ των παραπάνω γραπτών πηγών του δικαίου, από πλευράς ισχύος υφίσταται αυστηρή ιεράρχηση.

Επικεφαλής όλων τίθεται το Σύνταγμα, ο θεμελιώδης νόμος, προς το περιεχόμενο του οποίου θα πρέπει να συμφωνούν όλες οι λοιπές γραπτές πηγές του δικαίου. Ακολουθεί ο τυπικός Νόμος, το Προεδρικό Διάταγμα, πράξη Υπουργικού Συμβουλίου και η Υπουργική Απόφαση. Να τονιστεί ότι μετά την είσοδο της Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Έννομη τάξη στο ίδιο τυπικό επίπεδο με το Σύνταγμα βρίσκονται οι Ιδρυτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνθήκες, ενώ αμφισβητείται κατά πόσον υπερέχουν του ίδιου του Συντάγματος.

Για τη κατάργηση μιας πράξης της Πολιτείας απαιτείται η έκδοση πράξης της αυτής τυπικής δύναμης ή μεγαλύτερης τυπικής ισχύος.

Δείτε επίσης

  • Κοινωνία και Δίκαιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Good Vibes Only

Καλό Πάσχα σε διάφορες γλώσσε

Ελληνικά: Καλό Πάσχα Αγγλικά: happy easter Γερμανικά: Frohe Ostern Ιταλικά: Buona Pasqua Γαλλικά: Joyeuses Pâques Ισπανικά: Feliz Pascua Πορ...