Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Θεσσαλονίκη


Πήδηση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Θεσσαλονίκη
Κατά τη φορά του ρολογιού: η Πλατεία Αριστοτέλους, ο Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου, το Μέγαρο Μουσικής, η Λεωφόρος Μεγάλου Αλεξάνδρου και ο Λευκός Πύργος.
Ψευδώνυμο(α): Η νύμφη του Θερμαϊκού
Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο τόπο Greece
Θεσσαλονίκη
Θεσσαλονίκη
2010 Dimi Thessalonikis numbered (urban, metropolitan).png
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΚεντρικής Μακεδονίας
Δήμοι
Διοίκηση
 • Δήμαρχοι
Πληθυσμός315 196
 • Πολεοδομικό συγκρότημα788.191 (2011)
Ταχ. κωδ.530–539, 54015–54655 και 56404
Τηλ. κωδ.2310
ΠολιούχοςΆγιος Δημήτριος
Ιστοσελίδαwww.thessaloniki.gr
Η Θεσσαλονίκη είναι η μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό πόλη της Μακεδονίας στη βόρεια Ελλάδα και η δεύτερη μεγαλύτερη της χώρας, μετά την πρωτεύουσα Αθήνα. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και της ομώνυμης περιφερειακής ενότητας, καθώς και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας - Θράκης.
Ιδρύθηκε το 316/5 π.Χ. από το Μακεδόνα στρατηγό Κάσσανδρο, που της έδωσε το όνομα της συζύγου του και ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου ΑλεξάνδρουΘεσσαλονίκης και προήλθε από τη συνένωση 26 πολιχνών που βρίσκονταν γύρω από τον Θερμαϊκό κόλπο. Τον 2ο π.Χ. αιώνα η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και αποτέλεσε έδρα της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας.
Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης η πόλη επελέγη ως αυτοκρατορική πρωτεύουσα στα χρόνια της βασιλείας του Γαλέριου, ο οποίος έκτισε στη Θεσσαλονίκη ένα αυτοκρατορικό παλάτι, ενώ μετά την διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν μία από τις υποψήφιες πρωτεύουσες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για να επιλεγεί τελικά το Βυζάντιο. Παρά την μη επιλογή της ως πρωτεύουσα, απέκτησε τον τίτλο της «συμβασιλεύουσας» πόλης, με τον οποίο ήταν γνωστή κατά την Βυζαντινή περίοδο.
Μετά την άλωσή της από τους Οθωμανούς το 1432 παρέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για περίπου πέντε αιώνες. Μετά την εκδίωξη των Εβραίων κυρίως από την Ιβηρική Χερσόνησο το 1492 με την έκδοση του διατάγματος της Αλάμπρα, αλλά και από την Βόρεια Ευρώπη, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε τον προορισμό τους, αποκτώντας έτσι την δική της εβραϊκή κοινότητα. Η εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη ανέδειξε την πόλη ως τη σημαντικότερη παγκοσμίως εβραϊκή μητρόπολη μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 20ού αιώνα.
Ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα, η πόλη υπήρξε το πλέον κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό αστικοποιημένο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σημαντικότερος πόλος πολιτικών κινήσεων και κινημάτων που συνάντησε στην μακρόχρονη ιστορία της.
Με την ένταξή της στον κορμό του Ελληνικού Κράτους το 1912, ο πληθυσμός της πόλης παρουσίασε σημαντικές μεταβολές, όπως με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εγκατάσταση των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων και ακολούθως - κατά την Ανταλλαγή Πληθυσμών - με την απομάκρυνση του μουσουλμανικού πληθυσμού και την αντικατάστασή του από προσφυγικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου.
Οι πληθυσμιακές μεταβολές συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής κατάστασης της πόλης με ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου.
Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική της αναδιοργάνωση επιταχύνθηκε από την Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917 και τις προσπάθειες της νέας ελληνικής διοίκησης να προσθέσει αρχαιοελληνικά και ευρωπαϊκά στοιχεία στο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης, γεγονός που οδήγησε στην καταστροφή αρκετών οθωμανικών λατρευτικών και λειτουργικών κτηρίων. Οι σημαντικότερες πληθυσμιακές μεταβολές παρατηρούνται με την εγκατάσταση του μικρασιατικού και θρακικού προσφυγικού πληθυσμού έπειτα από την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, με το Ολοκαύτωμα της ακμάζουσας εβραϊκής κοινότητας από τα ναζιστικά στρατεύματα την περίοδο της τριπλής κατοχής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και με την αστυφιλία που παρατηρείται κατά την δεκαετία του '50 και μεταγενέστερα και οδηγεί σε εσωτερική μετανάστευση προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Από την ίδρυσή της από τον Κάσσανδρο, η Θεσσαλονίκη ως μια ακμάζουσα ελληνιστική πόλη, μέχρι την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας αξιοποιεί την στρατηγική της θέση και αναπτύσσεται σε μια πολυπολιτισμική πόλη. Από το 1912, με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και την ενσωμάτωση της περιοχής στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, η Θεσσαλονίκη αποτελεί την δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Ελλάδας. Συχνά αναφέρεται ως η συμπρωτεύουσα της Ελλάδας. Ο πληθυσμός του Πολεοδομικού Συγκροτήματος (ΠΣΘ) υπολογίζεται σε 788.191 κατοίκους, κατά την (Απογραφή του 2011). Ο πληθυσμός της μητροπολιτικής περιοχής ανέρχεται σε 1.012.013 κατοίκους[1] ενώ εκείνος της περιφερειακής ενότητας (πρώην νομού) σε 1.110.912 κατοίκους.

Πίνακας περιεχομένων

  • 1Ετυμολογία και μορφές του ονόματος
  • 2Ιστορική πορεία
  • 3Προσωπικότητες
  • 4Γεωγραφία
  • 5Κλίμα
  • 6Πληθυσμός
  • 7Η σημερινή Θεσσαλονίκη
  • 8Μνημεία
  • 9Πολιτισμός
  • 10Μεταφορές
  • 11Προξενικές Αρχές
  • 12Δείτε επίσης
  • 13Παραπομπές
  • 14Βιβλιογραφία
  • 15Εξωτερικοί σύνδεσμοι

    Ετυμολογία και μορφές του ονόματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Λίθινη στήλη από βασιλικό διάταγμα του Φιλίππου Ε΄ στο Σεραπείον της Θεσσαλονίκης. Περιείχε αυστηρές εντολές σχετικά με την προστασία της ακίνητης περιουσίας που ανήκει από το ιερό του Σάραπη (15 Δαισίου του 187 π.Χ.). Επιγραφή: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ.
    Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
    Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε από τον Κάσσανδρο και έλαβε το όνομά της προς τιμήν της συζύγου του, 
    Θεσσαλονίκης, η οποία ήταν ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κόρη του Φιλίππου Β΄ 
    και της πέμπτης συζύγου του, της Θεσσαλής πριγκίπισσας Νικησίπολης. Το όνομά της προέρχεται 
    από τη σύνθεση των λέξεων Θεσσαλῶν και Νίκη, σε ανάμνηση της νίκης των Μακεδόνων και του 
    Κοινού των Θεσσαλών έναντι του τυραννικού καθεστώτος των Φερών και των συμμάχων τους Φωκέων, στο πλαίσιο του Τρίτου Ιερού Πολέμου.[2]
    Το όνομα απαντάται σε διάφορες μορφές αλλά με ελαφρώς παραλλαγμένη ορθογραφία και φωνητικές 
    διακυμάνσεις. Θεσσαλονίκεια είναι επιθετική μορφή, που βρίσκουμε στο έργο του Στράβωνα[3] 
    και χρησιμοποιείται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ως ονομασία της πόλης, σχηματιζόμενη από το 
    όνομα φυσικού προσώπου, όπως αντίστοιχα γινόταν για την Σελεύκεια από τον Σέλευκο, την 
    Η επικρατούσα όμως μορφή του ονόματος είναι η Θεσσαλονίκη. Από την ελληνιστική εποχή υπάρχουν 
    και αναφορές με το όνομα Θετταλονίκη, κυρίως από τον ιστορικό Πολύβιο.[4][5] ενώ κατά τη 
    Ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν επιγραφές και νομίσματα, εμφανίστηκαν οι μορφές 
    Θεσσαλονείκη και Θεσσαλονικέων [πόλις].[6][7]
    Ο τύπος Σαλονίκη (η) απαντάται στο Χρονικόν του Μορέως (14ος αι., στ. 1010, 1075, 3603 κλπ) και 
    είναι συνηθισμένος σε δημοτικά τραγούδια. Φαίνεται ότι είναι παλαιότερος καθώς ο άραβας γεωγράφος 
    Idris το 1150 αναφέρει την πόλη ως Salunik (απ' όπου και το τουρκικό Selianik). Κατά μια άποψη το 
    Σαλονίκη προήλθε από την πολυχρόνια χρήση της έκφρασης στη Θεσσαλονίκη > στ'Θ'σαλουνίκ' > 
    στ'Τ'σαλουνίκ'στ(η) Σαλουνίκ. Από το Σαλονίκ(η) προήλθε η ονομασία της πόλης και σε άλλες 
    γλώσσες της περιοχής κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.[8]Οι τουρκόφωνοι και οι Οθωμανοί 
    αποκαλούσαν την πόλη Σελανίκ (οθωμανική γλώσσα: سلاني, τουρκ.Selânik) όπως και οι Ιουδαίοι, 
    που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μετά την οθωμανική κατάκτηση και μιλούσαν την ισπανο-εβραϊκή 
    λαντίνο, οι Βαλκανικοί σλαβικοί πληθυσμοί Σολούν (κυρ.Солун) και οι βλαχόφωνοι Σαρούνα 
    (βλαχ.Sãrunã).

    Ιστορική πορεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Ίδρυση και εξέλιξη στον ελληνιστικό κόσμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Βασίλειο του Κασσάνδρου
    Άλλοι επίγονοι
      Βασίλειο του Σέλευκου
      Βασίλειο του Λυσίμαχου
      Βασίλειο του Πτολεμαίου
      Ήπειρος
    Άλλα κράτη
      Καρχηδών
      Αρχαία Ρώμη
      Ελληνικές αποικίες
    Στην περιοχή της σημερινής πόλης και ειδικότερα στην Τούμπα, τη Διεθνή Έκθεση, το Καραμπουρνάκι
    την Πολίχνη, τη Νέα Ευκαρπία, την Σταυρούπολη και την Πυλαία υπήρχαν προϊστορικοί και 
    μεταγενέστεροι οικισμοί και πολίσματα. Έως τον 6ο αιώνα π.Χ. η περιοχή κατοικούνταν από φύλα 
    όπως οι Φρύγες, οι Παίονες, οι Μύγδονες κ.ά. Σύμφωνα με τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, στην εποχή του 
    υπερίσχυαν οι Θράκες και οι Έλληνες. Το διάστημα 510 π.Χ.-480 π.Χ. η περιοχή είχε υποταγεί στους 
    Πέρσες. Οι Μακεδόνες πρέπει να μετακινήθηκαν στην περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου τον 6ο αιώνα π.Χ.
    Σημαντικό πόλισμα ήταν η Θέρμη, η οποία τοποθετείται από τους περισσότερους αρχαιολόγους στο 
    Καραμπουρνάκι. Διέθετε το πιο μεγάλο και πιο ασφαλές λιμάνι στην περιοχή, αλλιώς δεν θα το επέλεγε 
    ο Ξέρξης Α΄ της Περσίας για να αγκυροβολήσει εκεί και να ξεκουράσει το στόλο του. 
    Η Θέρμη καταλήφθηκε το 431 π.Χ. από τους Αθηναίους, οι οποίοι δύο χρόνια αργότερα την 
    παρέδωσαν στον βασιλιά των Μακεδόνων Περδίκκα Β΄. Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., 
    πάλι οι Αθηναίοι μεσολάβησαν προκειμένου να περιέλθει η Θέρμη στην κυριαρχία των νόμιμων 
    διαδόχων του θρόνου της Μακεδονίας και όχι στον σφετεριστή Παυσανία.[9]
    Σχετικά με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης υφίστανται δύο κύριες μαρτυρίες. 
    Η πρώτη ανήκει στον αρχαίο ιστορικό Στράβωνα και είναι η επικρατέστερη μεταξύ των σύγχρονων 
    ιστορικών[10][11] με αποκλίσεις ως προς το έτος ίδρυσης.[12] Σύμφωνα με τον Στράβωνα, το 316 π.Χ. 
    ή 315 π.Χ. ο Κάσσανδρος, στρατηγός της Μακεδονίας και επιμελητής του Αλέξανδρου Δ΄, ανήλικου 
    γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ίδρυσε τη Θεσσαλονίκη. Η δεύτερη μαρτυρία είναι του Στεφάνου του 
    Βυζαντίου, ο οποίος θεωρεί ως ιδρυτή της πόλης τον Φίλιππο Β΄.[13]
    Η επικρατούσα άποψη της ίδρυσης της Θεσσαλονίκης από τον σφετεριστή του θρόνου του 
    βασιλείου της Μακεδονίας Κάσσανδρο, σχετίζει την επιλογή του με την αντίληψη για τη στρατηγική 
    θέση αυτής της ενδότατης κοιλότητας της μακεδονικής ακτογραμμής, η οποία εύκολα θα μπορούσε να 
    συνδέσει την ενδοχώρα με τη θάλασσα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ακμάζουσα εμπορική 
    κίνηση, ενώ συνάμα παρείχε και ασφάλεια από επιδρομές.
    Επιπλέον ο Κάσσανδρος υπολόγιζε τον οπλισμό της Θεσσαλονίκης ως μια δεύτερη πράξη, που θα 
    νομιμοποιούσε τις διεκδικήσεις του επί του μακεδονικού θρόνου έπειτα και από το γάμο του με γόνο 
    της βασιλικής δυναστείας. Στην ελληνιστική Θεσσαλονίκη από όσο γνωρίζουμε υπήρχαν οι φυλές: 
    ΑντιγονίςΔιονυσιάς και Ασκληπιάς και οι δήμοι Βουκεφάλεια και Κεκροπίς.[14]
    Με βασικό άξονα την αρχαία πόλη της Θέρμης, ο Κάσσανδρος ανάγκασε σε μετοίκηση τους 
    πληθυσμούς 26 τοπικών παράκτιων πολισμάτων και χωριών της ευρύτερης περιοχής και της δυτικής 
    Χαλκιδικής, δημιουργώντας τη νέα πολιτεία, που ονοματοθέτησε προς τιμή της συζύγου του, 
    Θεσσαλονίκης. Λόγω της θέσης της, που συνέδεε τη Μακεδονία με το Αιγαίο Πέλαγος, η Θεσσαλονίκη 
    σε πολύ σύντομο διάστημα έγινε η σημαντικότερη πόλη σε ολόκληρη τη Μακεδονία. 
    Η εμπορική σημασία της πόλης προσέλκυσε από νωρίς (3ος αιώνας π.Χ.) διάφορους εποίκους
    (ΑιγύπτιουςΣύρουςΙουδαίους) αυξάνοντας τον πληθυσμό και το τοπογραφικό της μέγεθος, 
    ενώ διατηρούσε εμπορικές επαφές με όλα τα λιμάνια της Ανατολής. Από τα ιστορικά δεδομένα φαίνεται 
    πως η πόλη διέθετε μόνιμη φρουρά Γαλατών μισθοφόρων.
    Ο Κρατήρας του Δερβενίου, Ελληνιστική περίοδος, 330 - 320 π.Χ., στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
    Πολύ λίγα είναι γνωστά για την ελληνιστική ιστορία της πόλης. Στα πρώτα χρόνια ζωής της 
    Θεσσαλονίκης άρχισε και ο ανταγωνισμός με την επίσης μακεδονική αποικία της Δημητριάδος στον 
    Παγασητικό Κόλπο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ξεπέρασε σε δόξα και αίγλη την πρωτεύουσα Πέλλα
    μιας και ήταν η βάση του μακεδονικού στόλου. Οι αρχαίοι Μακεδόνες πίστευαν πως την πόλη 
    προστάτευαν οι θεοί του Ολύμπου. Στην σύγχρονη πλατεία Διοικητηρίου έχει αποκαλυφθεί τμήμα 
    λαμπρού οικοδομήματος, το οποίο ίσως να ήταν βασιλική κατοικία των Μακεδόνων βασιλέων.[14]
    Το 287 π.Χ. όταν οι βασιλείς Πύρρος της Ηπείρου και Λυσίμαχος νίκησαν τον βασιλιά της Μακεδονίας 
    Δημήτριο τον Πολιορκητή, φαίνεται πως η Θεσσαλονίκη έπεσε προσωρινά στην κατοχή του πρώτου και 
    αργότερα του δευτέρου. Κατά πάσα πιθανότητα η Θεσσαλονίκη περιτειχίστηκε ταυτόχρονα με την 
    ίδρυσή της. Πάντως τα τείχη έσωσαν την πόλη το 279 π.Χ., όταν οι Κέλτες επιχείρησαν να την 
    κατακτήσουν και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν στους Δελφούς και την Αιτωλία
    Μετά από μια σειρά αναταραχών η μακεδονική πόλη περιήλθε στους Αντιγονίδες (277 π.Χ.). 
    Το 273 π.Χ. στην πόλη κατέφυγε ο ηττημένος από τον Πύρρο Αντίγονος Γονατάς σε μία προσπάθεια 
    ανασύνταξης του στρατού για να κτυπήσει τον εισβολέα Πύρρο. Εκεί μάλιστα ναυπήγησε στο λιμάνι της 
    ισχυρό στόλο κατανικώντας τον πτολεμαϊκό. Αυτό ωφέλησε την νύμφη του Θερμαϊκού. 
    Από τα χρόνια της βασιλείας του Αντιγόνου Β' άρχισε η περίοδος πυκνής κατοίκησης της Θεσσαλονίκης. 
    Σε ένα διάταγμα της Ιστιαίας (270 π.Χ.-200 π.Χ.) αναφέρονται στην λίστα των προξένων της δύο 
    Θεσσαλονικείς, ενώ σε ένα άλλο του 224 π.Χ./223 π.Χ. αναφέρεται ένας επώνυμος ιερέας της 
    Θεσσαλονίκης[15]. Παράλληλα ανάμεσα στα έτη 239 π.Χ. με 221 π.Χ. αναφέρονται οι επισκέψεις των 
    δύο Αντιγονιδών βασιλέων στην πόλη, του Δημητρίου Β΄ και του Αντιγόνου Γ΄.
    Το 197 π.Χ. κατέφυγε στην Θεσσαλονίκη ο Φίλιππος Ε΄ μετά την ήττα του στη μάχη των Κυνός Κεφαλών
    από τους Ρωμαίους. Το 187 π.Χ. η πόλη έκοψε τα πρώτα νομίσματά της με την επιγραφή 
    ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και εικονίζονταν ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Πήγασος, η αίγα και ο τράγος. 
    Επίσης στις 15 Δαισίου του αυτού έτους ο Φίλιππος Ε΄ εξέδωσε βασιλικό διάταγμα σε μαρμάρινη στήλη,
     που απευθυνόταν στον έμπιστο αντιπρόσωπό του Ανδρόνικο, για την διαχείριση του Σεραπείου. 
    Το 185 π.Χ. ο Αντιγονίδης βασιλιάς συνόδευσε στην Θεσσαλονίκη τη ρωμαϊκή πρεσβεία μέσω της 
    Κοιλάδας των Τεμπών. Εκεί έγινε σύσκεψη μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων για την τύχη των υπό 
    μακεδονική κυριαρχία Θρακών. Μετά το πέρας της θρακικής εκστρατείας (184 π.Χ.-183 π.Χ.
    αποκαλύφθηκε συνωμοσία εις βάρος του Φιλίππου από τον φιλορωμαίο γιο του, Δημήτριο, 
    για την ανατροπή του.
    Για να ανατρέψει τις φιλορωμαϊκές εστίες της Μακεδονίας που εστιάζονταν στις παραλιακές πόλεις, 
    ο Φίλιππος μετέφερε αποίκους από το εσωτερικό της χώρας προς τα παράλια και αντίστροφα. 
    Αυτά τα σκληρά μέτρα δυσαρέστησαν την Θεσσαλονίκη, αν και με το μέτρο αυτό προήχθη η βιομηχανία, 
    η οικονομία και η στρατιωτική της φύλαξη. Εν τέλει κατέστρωσε στην Θεσσαλονίκη το σχέδιο 
    εξοντώσεώς του. Αυτό έγινε, αφού διαχείμασε στην πόλη τον χειμώνα του 181 π.Χ./180 π.Χ. 
    Κατά την άνοιξη του 179 π.Χ. ο Φίλιππος πραγματοποίησε περιοδεία από την Δημητριάδα στην 
    Θεσσαλονίκη, επιδεικνύοντας στους άρχοντες τον διάδοχο που προόριζε: τον Αντίγονο, ανιψιό του 
    Αντιγόνου Δώσωνος.
    Αξίζει να αναφερθεί κατά την περίοδο αυτή και ένα τέκνο της ελληνιστικής Θεσσαλονίκης, ο Ίων. 
    Αυτός διετέλεσε αρχηγός μαζί με τον Αρτέμωνα από την Δολοπία, ενός σώματος 400 ακοντιστών 
    και ισάριθμων σφενδονητών κατά την μάχη του Καλλίνικου (Μάιος του 171 π.Χ.), που έληξε με νίκη των 
    Μακεδόνων. Επίσης ήταν και ο προστάτης των γιων του Περσέα, τους οποίους αργότερα, μετά την 
    μάχη της Πύδνας, παρέδωσε στους Ρωμαίους. Κατά την διάρκεια των Ρωμαιο-Μακεδονικών πολέμων, 
    τον Ιούνιο του 169 π.Χ., η πόλη μαζί με την Αίνεια, την Κασσάνδρεια και την Αντιγόνεια, απέκρουσαν
     ηρωϊκά τις επιθέσεις του ρωμαϊκού στόλου του Γάιου Μάρκου Φίγλου, στον οποίο συνέδραμαν ο 
    Ευμένης Β΄ της Περγάμουκαι ο Προυσίας Β΄ της Βιθυνίας. Στην συνέχεια 500 Γαλάτες της Θεσσαλονίκης 
    ενίσχυσαν την άμυνα της Κασσάνδρειας, που απέκρουσε εκ νέου μια από θαλάσσης επίθεση των 
    Ρωμαίων. Σε διοικητικό επίπεδο η πόλη απολάμβανε ελεγχόμενη αυτονομία, την οποία διαχειριζόταν 
    η Εκκλησία του Δήμου και η Βουλή, τελώντας συνάμα υπό την επικυριαρχία του βασιλιά, ο οποίος 
    ασκούσε την πολιτική εξουσία του μέσω κρατικών υπαλλήλων – εντολοδόχων, των Βασιλικών
    ενώ διόριζε και το στρατιωτικό διοικητή, τον Επιστάτη, ο οποίος είχε ως υπόβαθμους τον Υπεπιστάτη και 
    τους Αρμοστές[16][17].

    Ρωμαϊκή κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Η κατάλυση του βασιλείου των Αντιγονιδών από τα ρωμαϊκά στρατεύματα του ύπατου Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου το 168 π.Χ. έφερε τη Θεσσαλονίκη στα όρια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (Res publica). Δύο ημέρες μετά την ήττα του Περσέα στη Μάχη της Πύδνας, η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στους Ρωμαίους (24 Ιουνίου 168 π.Χ.). Ο Περσέας κατέφυγε προσωρινά στην πόλη, όπου διέταξε τον φρούραρχό της, Ευμένη, να συγκεντρώσει στο λιμάνι τον μακεδονικό στόλο και να τον πυρπολήσει.
    Λεπτομέρεια από την Αψίδα του Γαλέριου.
    Η Αψίδα του Γαλέριου - Καμάραστο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
    Άποψη του ρωμαϊκού Ωδείου στην Αρχαία Αγορά της Θεσσαλονίκης.
    Έως το 148 π.Χ. η Θεσσαλονίκη ήταν πρωτεύουσα μίας από τις τέσσερις διοικητικές περιφέρειες, στις οποίες είχαν χωρίσει οι Ρωμαίοι το ελληνιστικό βασίλειο, με έκταση από τον Στρυμόνα ως τον Αξιό (Macedonia Secunda). Έπειτα όμως από την καταστολή της επανάστασης του Ανδρίσκου, τον οποίο φαίνεται να μην υποστήριξαν οι Θεσσαλονικείς[18], πραγματοποιήθηκε διοικητική αναδιάρθρωση και η Μακεδονία, με όρια εκτενέστερα του βασιλείου των Αντιγονιδών, ανακηρύχθηκε ρωμαϊκή επαρχία (Provincia Macedonia),[19]διοικούμενη από ανθύπατο με πρωτεύουσα και έδρα του πραίτορα τη Θεσσαλονίκη.
    Η κατασκευή της Εγνατίας οδού από τους Ρωμαίους μεταξύ 146 π.Χ.120 π.Χ., του βασικού στρατιωτικού και εμπορικού διαύλου της ανατολικής διοίκησης, η οποία ένωνε την Αδριατική θάλασσα με τον Ελλήσποντο και τη Μικρά Ασία, προώθησε την αξιολογική σημασία της πόλης και εμπέδωσε την πρωταγωνιστική της παρέμφαση μέσα στο μεγεθούμενο κράτος.[20][21][22]
    Έτσι μέχρι το δεύτερο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα η Θεσσαλονίκη είχε αναδειχτεί σε κυρίαρχο σταυροδρόμι και βάση της εμπορικής και στρατιωτικής δραστηριότητας. Μάλιστα τα επόμενα χρόνια η σταδιακή επέκταση του ρωμαϊκού κράτους προς ανατολή και προς βορρά είχε ως συνέπεια την απομάκρυνση του κινδύνου των βαρβαρικών επιδρομών. Οι κίνδυνοι επανεμφανίστηκαν τόσο στα ανατολικά όσο και στα βόρεια σύνορα πολύ αργότερα, όταν οι Γότθοι πολιόρκησαν την πόλη το 254 και το 268 μ.Χ.
    Στην εμφύλια διαμάχη των δημοκρατικών και των αυτοκρατορικών, που ακολούθησε τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα (44 μ.Χ.), οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης τάχθηκαν στο πλευρό των δεύτερων. Η ολοκληρωτική νίκη των αυτοκρατορικών Αντωνίου και Οκταβιανού έναντι των Βρούτου και Κάσσιου το 42 μ.Χ. στους Φιλίππους[23] οδήγησε στην απόδοση περισσοτέρων προνομίων στην πόλη και την ουσιαστική αυτοδιοίκηση με την ανακήρυξή της σε «ελεύθερη πόλη» - Civitas Libera.[24][25][26]
    Μνημείο αρχαιολογικής αξίας η Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Αρχικά μαυσωλείο του Γαλερίου, μετατράπηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους σε χριστιανικό Ναό προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου.
    Επί Ρωμαιοκρατίας λατρεύονταν πολλές θεότητες στη Θεσσαλονίκη. Εκτός από το Δωδεκάθεο, τιμές και λατρεία αποδιδόταν στον Διόνυσο, στους Καβείρους και στις αιγυπτιακές θεότητες ΣέραπιςΊσιδα και Αρποκράτη.
    Κατά τον τελευταίο προχριστιανικό αιώνα όλο και περισσότεροι Ιουδαίοι μετοικούσαν στη Θεσσαλονίκη, δημιουργώντας μια μεγάλη ιουδαϊκή παροικία, τοποθετημένη κοντά στο λιμάνι. Στη συναγωγή αυτής της κοινότητας κήρυξε τη χριστιανική πίστη ο Απόστολος Παύλος το 50 μ.Χ. Οι δύο επιστολές του προς τη μερίδα των εκχριστιανισθέντων μελών της, αλλά και πρώην εθνικών κατοίκων της πόλης, αποτελούν τα αρχαιότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης.[27][28] Ωστόσο δεν υπάρχει ιστορική απόδειξη, ότι ο Απόστολος Παύλος κήρυξε σε ιουδαϊκή συναγωγή και η μοναδική αναφορά στις επιστολές του έχουν να κάνουν περισσότερο με την έννοια της "συναγωγής" ως συνάθροιση.[29]
    Η χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης ευδοκίμησε και έγινε υπόδειγμα για όλες τις άλλες ελλαδικές κοινότητες, όπως φαίνεται και από την Α’ επιστολή του Αποστόλου Παύλου, όπου εγκωμιάζει την τοπική εκκλησία.
    Η Θεσσαλονίκη, όπως και ολόκληρη η Μακεδονία, ακολούθησε τη μακρά περίοδο ευημερίας που διασφάλιζε η Pax Romana, η περιώνυμη ρωμαϊκή ειρήνη που διήπε την αυτοκρατορία μέχρι και το τέλος περίπου της δυναστείας των Αντωνίνων.[30] Το μέγεθος της αξίας της διαφαίνεται από τους τιμητικούς τίτλους, που της αποδόθηκαν από σειρά αυτοκρατόρων.[31] Κατά την αυτοκρατορική κυρίως περίοδο, είχε χορηγηθεί σε πολλούς Θεσσαλονικείς το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη (civitas Romana).[32]
    Το καθεστώς της ανεξιθρησκείας έληξε όταν εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο καίσαρας Γαλέριος. Τότε ξεκίνησε σκληρός διωγμός των χριστιανών. Μεταξύ άλλων, στην πόλη μαρτύρησε το 305 ο Άγιος Δημήτριος.[33] Όμως, πέρα από τους θρησκευτικούς διωγμούς, η Θεσσαλονίκη επωφελήθηκε πολύ όταν ανακηρύχθηκε έδρα του Γαλερίου, καθώς κοσμήθηκε με πολλά δημόσια κτήρια και αναβαθμίστηκε πολιτικά[34]. Η ακμή της συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόννια, όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ κατασκεύασε λιμάνι μπροστά από τα τείχη, το οποίο χρησιμοποιήθηκε έως την εποχή της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
    Στο στάδιο της παρακμής του παραδοσιακού ρωμαϊκού εθνικού-παγανιστικού κράτους και της μετατόπισης του κέντρου βάρους του στην ανατολή προκειμένου σε λιγότερο από έναν αιώνα να μετασχηματιστεί στη νέα κρατική οντότητα, που αργότερα αποκλήθηκε βυζαντινή, και πάλι η Θεσσαλονίκη διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο. Αρχικά ως πρωτεύουσα του Γαλερίου και έπειτα ως υποψήφια νέα πρωτεύουσα του κράτους[35] προτύπωσε τη δυναμική, που θα ενείχε στη διάρκεια της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ανατολής.

    Η Βυζαντινή Συμβασιλεύουσα πόλις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Ο Ιερός Ναός του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης.
    Ο Άγιος Δημήτριος ανάμεσα στον επίσκοπο και τον έπαρχο της πόλης, ως ανακαινιστές του ναού. Ψηφιδωτό του 5ου αι. στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης.
    Η Εκδίωξη του Θεοδοσίου από τον Άγιο Αμβρόσιο έπειτα από τη σφαγή της Θεσσαλονίκης όπως παριστάνεται σε έργο του Άντονι βαν Ντάικ.
    Η πόλη συνδέθηκε εξ αρχής με την ιστορική προσωπικότητα, που θα μετάλλασσε την παγανιστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο μακροβιότερο χριστιανικό βασίλειο, τον θεμελιωτή του Βυζαντινού κράτους, Κωνσταντίνο. Το 324 ο Κωνσταντίνος, στο πλαίσιο της διαμάχης του με το Λικίνιο, χρησιμοποίησε τη Θεσσαλονίκη ως στρατιωτικό ορμητήριο κατασκευάζοντας νέο λιμάνι, τον περιώνυμο «σκαπτό λιμένα», προκειμένου να συγκεντρώσει σ' αυτό στόλο από 200 «τριακόντορες» γαλέρες και 2000 εμπορικά πλοία, τα οποία θα μετέφεραν τον στρατό του, δύναμης 120.000 ανδρών.[36]
    Μετά την οριστική επικράτηση του Κωνσταντίνου έναντι του Λικίνιου στη μάχη της Χρυσούπολης, ο δεύτερος με παρέμβαση της αδερφής του και συζύγου του Μέγα Κωνσταντίνου εστάλη εξόριστος στο φρούριο της Ακρόπολης της Θεσσαλονίκης. Εκεί κατά τον ιστορικό Ζώσιμο δολοφονήθηκε με εντολή του Κωνσταντίνου.[37][38]
    Η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας ανατολικά, στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο, την από τούδε Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη, θα συντελέσει στην περαιτέρω ανάδειξη της Θεσσαλονίκης. Η παραυξάνουσα αντίληψη της γεωστρατηγικής της σημασίας και τα έργα που κατασκευάζονται στην πόλη, με πρόνοια των αυτοκρατόρων Ιουλιανού και Μεγάλου Θεοδόσιου, την καθιστούν «ὀφθαλμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ κατ'ἐξοχὴν τῆς Ἑλλάδος». Γίνεται «Συμβασιλεύουσα», ονομάζεται «Μεγαλούπολις» και κατέχει τη θέση της επόμενης μετά την Κωνσταντινούπολη πόλης της αυτοκρατορίας (Θεσσαλονίκην μετὰ τὴν μεγάλην παρὰ Ῥωμαίων πρώτην πόλιν).[39]
    Ο Μέγας Θεοδόσιος, ως αύγουστος της Ανατολής αρχικά, χρησιμοποίησε ως έδρα του τη Θεσσαλονίκη. Αφού απέκρουσε τους Γότθους το 378ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, με προτροπή του επισκόπου Θεσσαλονίκης Ασχολίου,[40] και προχώρησε στη συστηματική οχύρωση της πόλης, εργασία που ανέθεσε στον Πέρση Ορμίσδα.[41] Από τη Θεσσαλονίκη εξέδωσε και το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο όριζε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Αντίθετα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, ο Θεοδόσιος δεν ήταν δημοφιλής στους Θεσσαλονικείς, εξαιτίας της σταδιακής διείσδυσης των Γότθων στο βυζαντινό στρατό και ιδιαίτερα στην αυτοκρατορική φρουρά. Έτσι, όταν το 390 ο διοικητής της γοτθικής φρουράς Βουτέριχος συνέλαβε κάποιον δημοφιλή αρματοδρόμο, προκλήθηκαν ταραχές, κατά τη διάρκεια των οποίων έχασε τη ζωή του. Ως αντίποινα, ο Θεοδόσιος διέταξε την παγίδευση και τη σφαγή 7.000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο[42]. Έκτοτε, ο Ιππόδρομος δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε.
    Τον Θεοδόσιο μιμήθηκαν και άλλοι αυτοκράτορες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να πολεμήσουν τους εισβολείς ή τους βαρβάρους επιδρομείς. Οι δοκιμασίες της Θεσσαλονίκης από τις επιδρομές των γοτθικών φύλων συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος του 5ου αιώνα, οπότε η πόλη κατάφερε να εξασφαλίσει μικρό διάστημα ειρήνης και ευημερίας. Στην ευπραγία της βοήθησε και ο μακεδονικής καταγωγής αυτοκράτορας Ιουστινιανός, δίδοντας ιδιαίτερο βάρος στα προβλήματά της και ανάγοντας την Θεσσαλονίκη σε πρωτεύουσα του Ιλλυρικού πραιτορίου (δηλαδή της Βαλκανικής).[43]
    Έως την εποχή της Εικονομαχίας, στην πόλη ανεγέρθηκαν εντυπωσιακά δημόσια κτήρια και πολλοί ναοί. Όμως, πιο χρήσιμα αποδείχθηκαν τα τείχη της, στα οποία συντρίβονταν οι εχθρικές επιδρομές και οι απόπειρες πολιορκίας. Στο διάστημα 527-688, η πόλη απέκρουσε δεκάδες επιδρομές ΣλάβωνΑβάρωνΠερσών, Δραγουβιτών, Σαγουδιτών και Βερζιτών. Οι Θεσσαλονικείς διηγούνταν ότι είδαν πολλές φορές τον άγιο Δημήτριο πάνω στα τείχη, να τρέπει σε φυγή τους εισβολείς.
    Στα τέλη του 6ου αιώνα παρουσιάστηκε η σλαβική απειλή, η οποία έμελλε να ταλανίζει την πόλη για τους δύο επόμενους αιώνες. Τα σλαβικά φύλα, αρχικά με την καθοδήγηση των Αβάρων και αργότερα αυτόνομα, πραγματοποίησαν πολλές επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης με σημαντικότερες αυτές του 586 και του 597. Τέλος, στις σλαβικές βλέψεις έδωσε το 688 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β´, ο επικαλούμενος Ρινότμητος, ο οποίος νικώντας τους Σλάβους εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη.
    Όταν ξεκίνησε η Εικονομαχία, η Θεσσαλονίκη μεταβλήθηκε σε τόπο εξορίας των εικονομάχων της βασιλεύουσας. Μεταξύ αυτών συγκαταλεγόταν και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Σε αντίδραση στην εικονόφιλη στάση της Εκκλησίας της Ρώμης ο αυτοκράτορας Λέων Γ´ ο Ίσαυρος απέσπασε το ανατολικό Ιλλυρικό από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώμης και το απέδωσε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως[44]. Έπειτα από αυτό το γεγονός ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης έπαψε να είναι βικάριος του Πάπα και η τοπική εκκλησία συνέδεσε την πορεία της με την ανατολική εκκλησιαστική διοίκηση. Το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα έλαβε χώρα και η αποστολή προς τους σλαβικούς λαούς των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, η δράση των οποίων συνδέθηκε με την απαρχή του εκχριστιανισμού αλλά και της φιλολογίας των Σλάβων[45]. Από τη Θεσσαλονίκη οι Κύριλλος και Μεθόδιος ξεκίνησαν το 863 προκειμένου να εκχριστιανίσουν τους Άραβες, τους Χαζάρους (στη Γεωργία) και τους Σλάβους (στη Μεγάλη Μοραβία).
    Το 904 η πόλη δέχθηκε επίθεση από τους Σαρακηνούς (Άραβες της Δύσης) με αρχηγό τον εξισλαμισθέντα Λέοντα τον Τριπολίτη. Η σφοδρότητα της επίθεσης και η απροετοιμασία πολιορκίας οδήγησαν στην άλωση και τη λεηλασία της[46][47]. Χιλιάδες κάτοικοι σφαγιάστηκαν, ενώ περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Οι επόμενοι αιώνες σημαδεύτηκαν από ανεπιτυχείς προσπάθειες κατάληψης της Θεσσαλονίκης και από τους συνεχείς πολέμους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους εχθρούς της, κυρίως στη Βαλκανική. Παρ όλ' αυτά ο 10ος και οι αρχές του 11ου αιώνα χαρακτηρίσθηκαν ως περίοδος αναδόμησης και η αυτοκρατορία χωρίσθηκε σε «θέματα». Η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε πρωτεύουσα ενός θέματος που επιβίωσε έως και τον 15ο αιώνα.

    Από τη νορμανδική κατάκτηση στην κορυφή της διοίκησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Πανοραμική άποψη του κέντρου της πόλης, από τα βυζαντινά τείχη.
    Το 1185, οι Νορμανδοί επιδρομείς κατέλαβαν το Δυρράχιο και εν συνεχεία τη Θεσσαλονίκη, γεγονός–ορόσημο για την ιστορία της πόλης. Στην πολιορκία, η οποία άρχισε στις 15 Αυγούστου του 1185, οι Νορμανδοί χρησιμοποίησαν 200 πλοία και 80.000 άνδρες αποκλείοντας την πόλη από ξηρά και θάλασσα. Ο ανεφοδιασμός της πόλης δεν ήταν επαρκής, ο διοικητής της Δαυίδ Κομνηνός δεν ήταν ικανός να οργανώσει κατάλληλα την άμυνα, εγκατέλειψε τους αμυνόμενους και οι ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη έφτασαν πολύ αργά. Έτσι οι Νορμανδοί, μέσα σε λίγες μέρες, (24 Αυγούστου του 1185) αφού έχασαν 3.000 στρατιώτες, κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, παρά την ηρωική άμυνα των κατοίκων, και τη λεηλάτησαν, θανατώνοντας 7.000 από τους κατοίκους της[48]. Βασικός ιστορικός της άλωσης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, από το έργο του οποίου «Ιστορία της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Νορμανδών» αντλούνται οι περισσότερες πληροφορίες[49][50].
    Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και η κατάλυση της αυτοκρατορίας οδήγησε τους Θεσσαλονικείς σε διαπραγματεύσεις με τον Φράγκο ηγεμόνα Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η παράδοση της πόλης με τον όρο της διατήρησης των παλαιών τοπικών προνομίων[51]. Ο Βονιφάτιος ίδρυσε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το οποίο υπήρξε βραχύβιο, καθώς η πόλη έμεινε στην κατοχή των Λατίνων 20 χρόνια.
    Το 1224 ο Δεσπότης της ΗπείρουΘεόδωρος Κομνηνός Δούκας, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και χρίστηκε Βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων από τον αρχιεπίσκοπο ΑχριδώνΔημήτριο Χωματιανό[52]. Η Θεσσαλονίκη ανακηρύχθηκε συμβασιλεύουσα (βασιλεύουσα παρέμενε η Κωνσταντινούπολη, παρότι βρισκόταν ακόμη στην κατοχή των Λατίνων) και απέκτησε όλα τα δημόσια κτήρια που άρμοζαν σε μια πρωτεύουσα κράτους. Ο Θεόδωρος Δούκας επέκτεινε την επικράτειά του έως την Αδριανούπολη. Όμως, προτού ξεκινήσει την προσπάθεια κατάκτησης της Κωνσταντινούποληε, θέλησε να υποτάξει τη Βουλγαρία.
    Η παρακμή του κράτους του Θεόδωρου Δούκα ξεκίνησε από την ήττα του το 1230 στη μάχη της Κλοκοτνίτσας από τον Ιβάν Ασέν Β΄. Το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους ενώ στη Θεσσαλονίκη συνέχισαν να βασιλεύουν οι διάδοχοι του Θεοδώρου έως το 1246, οπότε την κατέλαβε ο αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης. Το 1261, ο Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, η οποία έγινε και πάλι πρωτεύουσα των Βυζαντινών. Με την πάροδο των χρόνων, η θέση της Θεσσαλονίκης αναβαθμίστηκε. Το 14ο αιώνα αναδείχθηκε σε πραγματική συμβασιλεύουσα, καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εδραζόταν πλέον στη Βαλκανική και όχι στη Μικρά Ασία. Συνήθως η πόλη διοικούνταν από τον γιο του αυτοκράτορα ή κάποιο άλλο μέλος της αυτοκρατορικής δυναστείας.

    Το Κίνημα των Ζηλωτών και η Παλαιολόγεια Αναγέννηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαμάς, ηγέτης της μερίδας των Ησυχαστών και κορυφαία πνευματική προσωπικότητα της πόλης.
    Η Θεσσαλονίκη ως συμβασιλεύουσα ενεπλάκη στους δύο εμφύλιους πολέμους, ο πρώτος μεταξύ του Ανδρόνικου Β' και του Ανδρόνικου Γ' (1320-1328) και ο δεύτερος μεταξύ του Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού και του Ιωάννη Ε' του Παλαιολόγου (1341-1354). Μάλιστα, η προσπάθεια του Ιωάννη Καντακουζηνού να καταλάβει την πόλη το 1342 οδήγησε στην εκδήλωση κοινωνικής επανάστασης. Επικεφαλής των εξεγερθέντων ήταν οι Ζηλωτές, που προέρχονταν από τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
    Το επαναστατικό κίνημα των Ζηλωτών εμφανίστηκε ως μία πρωτότυπη δημοκρατική νησίδα στο μεσαιωνικό κόσμο, όπου ο ηγεμονισμός, ο διαχωρισμός των ευγενών από το λαό και η «ελέω θεού» διοίκηση αποτελούσαν τα απόλυτα θέσφατα[53]. Η διαπάλη μεταξύ του μέγα δούκα Αλεξίου Απόκαυκου και του Ιωάννη Καντακουζηνού για την κυριαρχία της επιρροής στο βυζαντινό θρόνο οδήγησε την αυτοκρατορία σε εμφύλιο πόλεμο, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η δημιουργία χιλιάδων οικονομικών προσφύγων, συνωστιζόμενων σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη.
    Ο Μητροπολιτικός Ναός Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στη Θεσσαλονίκη.
    Η ογκούμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων έναντι των ευγενών, που υποστήριζαν τον Καντακουζηνό, έφερε τη στάση των Ζηλωτών το 1342. Στις αρχές του έτους ο λαός της Θεσσαλονίκης, συντασσόμενος με την πλευρά της Άννας της Σαβοΐας και του Απόκαυκου και καθοδηγούμενος από τους Ζηλωτές, στασίασε και λεηλάτησε τα σπίτια του διοικητή της πόλης και των εύπορων ευγενών, ενώ διαπομπεύτηκαν και κατακρεουργήθηκαν όσοι αριστοκράτες δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Αφού επιβλήθηκαν απόλυτα μέσα στην πόλη, οι Ζηλωτές ανέλαβαν την εξουσία.
    Αυτή η πρόωρη κίνηση προλεταριακής διεκδίκησης κυριάρχησε μέχρι και το 1349 όταν και επιβλήθηκε καθεστώς αυτοδιοίκησης. Τότε οι Ζηλωτές προσπάθησαν να έρθουν σε συνεννόηση με τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου να ισχυροποιήσουν τη θέση τους. Ο λαός της Θεσσαλονίκης αντέδρασε και η αντεπανάσταση, οργανωμένη από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, ανέτρεψε τους Ζηλωτές, οι ηγέτες των οποίων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη[54].
    Το 1350 εγκαταστάθηκε στην πόλη η Άννα της Σαβοΐας, η οποία κυβέρνησε στο όνομα του γιου της, Ιωάννη Ε'. Σε αντίθεση με ό,τι θα αναμενόταν, οι πολιτικές αναταραχές δεν εμπόδισαν την πνευματική ακμή της πόλης. Κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη έζησαν πολλοί λόγιοι και χτίστηκαν ναοί, μονές και κοσμικά δημόσια κτήρια. Ιδιαίτερα στον τομέα της τέχνης οι σχολές της Θεσσαλονίκης επηρέασαν ολόκληρο το βαλκανικό χριστιανικό κόσμο και τη Ρωσία. Η όλη αυτή πνευματική κίνηση ονομάστηκε Παλαιολόγεια Αναγέννηση και είναι η περίοδος κατά την οποία η συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη διεκδικεί τα πνευματικά πρωτεία της αυτοκρατορίας[55]. Μετά το 1350, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο μεγαλύτερος θεολόγος του 14ου αιώνα και πρωτοπόρος του κινήματος του Ησυχασμού, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς.[56] Η ησυχαστική κίνηση παρότι αποτέλεσε τροχοπέδη στη διδασκαλία των φιλοσοφικών σπουδών και της κλασικής παιδείας εντούτοις ανανέωσε τη μοναστική κίνηση και τέχνη που εξακολούθησε να επιζεί στο Άγιο Όρος και μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[57]

    Oθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Ο Λευκός Πύργος(Beyaz Kule) ή Πύργος του Αίματος (Kanli Kule) ήταν οθωμανική φυλακή για τουλάχιστον τέσσερις αιώνες. Εδώ σε ζωγραφική αναπαράσταση των αρχών του 19ου αιώνα, όπου φαίνεται και το προτείχισμα που τον περιέβαλε μέχρι και το 1911.
    Ο Λευκός Πύργος σήμερα.
    Δείτε και: Πολιορκία της Θεσσαλονίκης (1422–1430)
    Η οθωμανική προέλαση στα ευρωπαϊκά εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η σταδιακή κατάληψη της βαλκανικής χερσονήσου διεμφάνισαν τα αποτελέσματά τους στη Θεσσαλονίκη, η οποία αποκλεισμένη από την ξηρά και χωρίς τη δυνατότητα λήψης εξωτερικής βοήθειας το 1387, έπειτα από τετραετή πολιορκία, έγινε φόρου υποτελής στο σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄ και δέχτηκε οθωμανική φρουρά[58]. Δύο χρόνια αργότερα, και στο κλίμα αβεβαιότητας που επικράτησε προσωρινά μετά τη δολοφονία του σουλτάνου Μουράτ Α΄, οι Θεσσαλονικείς έδιωξαν την οθωμανική φρουρά της πόλης.
    Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει καταστροφή της Θεσσαλονίκης το 1391 από τον Βαγιαζήτ Α΄ με αιτία τη δραπέτευση του Μανουήλ Β´ από τη σουλτανική αυλή και την ανάδειξή του σε αυτοκράτορα[59]. Από την εποχή εκείνη υπάρχει και η πρώτη σε ελληνικές πηγές αναφορά για παιδομάζωμα, τον αναγκαστικό εξισλαμισμό των παιδιών. Αυτό έγινε το 1395 και αναφέρεται σε παρηγορητική ομιλία του τότε αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ισιδώρου προς τους γονείς των παιδιών. Θεωρείται ότι η Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη μεγάλη ελληνική πόλη που πλήρωσε αυτόν τον "φόρο του αίματος".[60]
    Η πρώτη οθωμανική κατοχή της πόλης διήρκεσε έως το 1403 οπότε ο αυτοκράτορας Μανουήλ, επωφελούμενος της ήττας του Βαγιαζήτ από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας (1402) και της ακόλουθης εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των γιων του για τη διαδοχή, κατάφερε να του αποδοθεί η Θεσσαλονίκη ως αντάλλαγμα της συνδρομής του στο γιο του Βαγιαζήτ, Σουλεϊμάν Τσελεμπή.
    Η άμβλυνση των εσωτερικών προβλημάτων της ηγεμονίας των Οσμανλιδών, η νέα της επιθετική ορμή έναντι των βυζαντινών εδαφών αλλά και η αδυναμία της παρηκμασμένης αυτοκρατορίας στην υπεράσπισή τους οδήγησε το 1423 τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο, γιο του αυτοκράτορα Μανουήλ Β', στην υπό όρους παράδοση της πολιορκούμενης Θεσσαλονίκης στους Ενετούς.
    Η επταετής κατοχή από τα στρατεύματα της Βενετικής Δημοκρατίας υπήρξε ουσιαστικά περίοδος παρακμής για την πόλη. Ο ναυτικός και επίγειος αποκλεισμός της από τους Οθωμανούς σήμανε την οικονομική της εξασθένηση, που σε συνδυασμό με τη δυναστική συμπεριφορά των Ενετών ενέτειναν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
    Κατά την πολιορκία υπό τον σουλτάνο Μουράτ Β΄ η πόλη πρόβαλε αντίσταση και δεν δέχτηκε την πρόταση του σουλτάνου για παράδοση. Τότε ο σουλτάνος "κήρυξε με σάλπιγγα (προς το στρατό του) λέγοντας: Σας δίνω τα πάντα που υπάρχουν στην πόλη, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, άργυρο και χρυσό, μόνο αφήστε σ' εμένα την πόλη". Τελικά, η «συμβασιλεύουσα πόλις» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταλήφθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς στις 29 Μαρτίου του 1430 έπειτα από ισχυρή πολιορκία τριών ημερών. Ακολούθησε άγρια λαφυραγωγία και αιχμαλωσία των κατοίκων. Οι αιχμάλωτοι υπολογίζονται σε 7.000 περίπου. Από αυτούς άλλοι ελευθερώθηκαν αφού εξαγοράστηκαν από συγγενείς και φίλους, άλλοι δε πουλήθηκαν, ενώ μέρος του πληθυσμού είχε ήδη φύγει πριν την άλωση και δεν επανήλθε. Σε όσους ελευθερώθηκαν ο σουλτάνος επέτρεψε να εγκατασταθούν στην πόλη και να διατηρήσουν τις περιουσίες τους, ενώ δήμευσε όσες περιουσίες έμειναν αδέσποτες και τις μοίρασε στους Οθωμανούς που εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα (Γενητζέ Βαρδάρ). Αρχικά δεν πείραξε τις εκκλησίες και τις μονές, αλλά αφού επανήλθε μετά διετία και αφού πλέον είχαν εγκατασταθεί Οθωμανοί στα περίχωρα, κατέσχε εκκλησίες και μονές με τις περιουσίες και τα εισοδήματά τους. Τα σπουδαιότερα από αυτά δώρησε σε έμπιστούς του ή μετέβαλε σε τζαμιά και ιεροδιδασκαλεία (μενδρεσέδες). Στους χριστιανούς άφησε μόνο τέσσερεις μικρές εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και αυτή του Αγίου Δημητρίου[61][62].
    Τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης ήταν δύσκολα, καθώς τα πολεμικά μέτωπα ήταν ακόμη κοντά, ο πληθυσμός είχε μειωθεί πολύ και το εμπόριο έφθινε συνεχώς. Μάλιστα, σύμφωνα με πηγές της εποχής, οι κάτοικοι της πόλης δεν ξεπερνούσαν τα 2.000 άτομα την εποχή αμέσως μετά την κατάκτησή της. Ο σουλτάνος Μουράτ Β' έφερε 1.000 οικογένειες Γιουρούκων από τα Γιαννιτσά και χριστιανούς από τη Χαλκιδική[63]. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σχετική ανεκτικότητα έναντι των «λαών της Βίβλου», όπως υποδεικνυόταν από τον κυρίαρχο ισλαμικό νόμο, βοήθησαν στην εγκατάσταση των διωκόμενων Εβραίων. Η Θεσσαλονίκη δέχθηκε Εβραίους Ασκεναζίμαπό τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και Σεφαρδίτες, που διώχθηκαν από την Ισπανία μετά την οριστική κατάλυση του αραβικού κράτους της Γρανάδας.[64] Υπολογίζεται ότι στα τέλη του 15ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη σχεδόν 20.000 Εβραίοι από την Ισπανία, οι οποίοι άλλαξαν ριζικά την εικόνα της πόλης. Σε απογραφή του 1519, η Θεσσαλονίκη είχε 29.220 κατοίκους, από τους οποίους ποσοστό 53,8% ήταν Εβραίοι, 23,5% μουσουλμάνοι και 22,7% χριστιανοί.
    To Εβραϊκό κοιμητήριο της Θεσσαλονίκης σε ταχυδρομικό δελτάριο του 19ου αιώνα. Σήμερα στην θέση του βρίσκεται η Πανεπιστημιούπολη.
    Μεταξύ 1520 και 1530 η πόλη είχε 2645 εβραϊκές οικογένειες, 1229 οθωμανικές και 989 χριστιανικές[65]. Οι Εβραίοι της Κεντρικής Ευρώπης (Ασκεναζίμ), οι οποίοι άρχισαν να εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη το 1376, δεν αφομειώθηκαν από τον μεγαλύτερο πληθυσμό Εβραίων που έφτασε μετά το 1492 από την Ισπανία, καθώς έμειναν προσηλωμένοι στις δικές τους παραδόσεις. Οι Εβραίοι αποτελούσαν το κυρίαρχο στοιχείο της πόλης, πληθυσμιακά και οικονομικά[66]. Οι διάφορες θρησκευτικές κοινότητες κατοικούσαν σε διαφορετικές συνοικίες. Στις αρχές του 17ου αιώνα υπήρχαν 56 εβραϊκές συνοικίες, 48 μουσουλμανικές και 16 χριστιανικές.
    Ο πληθυσμός του αστικού κέντρου παρουσίαζε αρκετές διακυμάνσεις, κυρίως εξαιτίας των συχνών πυρκαγιών και των πολλών επιδημιών που ταλάνιζαν την πόλη έως και το 18ο αιώνα. Συχνές ήταν και οι διχόνοιες όχι τόσο μεταξύ των τριών θρησκευτικών κοινοτήτων, αλλά στους κόλπους της καθεμιάς. Η πιο σημαντική ήταν η παρουσία και η δράση του ψευδομεσία Σαμπεθάι Σεβί, ο οποίος αρχικά παρουσιάστηκε ως Μεσσίας στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, αλλά αργότερα (1666) ασπάστηκε το Ισλάμ μαζί με πολλές χιλιάδες οπαδούς του, οι οποίοι ονομάστηκαν "ντονμέδες".[67] Οι περισσότερες έριδες στους κόλπους των μουσουλμάνων προκαλούνταν από τις κοινωνικές ανισότητες και τις εξεγέρσεις των γενιτσάρων. Η σημαντικότερη διένεξη που αφορούσε την ελληνοχριστιανική κοινότητα ήταν η διαμάχη για τη διαχείριση της κοινότητας μεταξύ του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και των αρχόντων της πόλης.
    Δημογραφική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης από το 1500 ως το 1950:
      Εβραίοι
      Μουσουλμάνοι
      Έλληνες
    Από οικονομική άποψη, η πόλη άρχισε να ακμάζει μετά το 1520. Τότε αναπτύχθηκαν η βιοτεχνία (υφαντουργία, χρυσοχοΐα, ταπητουργία, βυρσοδεψία) και το διεθνές εμπόριο. Η άνθηση αυτή συνεχίστηκε έως τα μέσα του 17ου αιώνα. Τότε άλλαξαν τα οικονομικά δεδομένα, καθώς το παγκόσμιο εμπόριο μετακινήθηκε προς τον Ατλαντικό και η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε σε φάση παρακμής. Η δυσπραγία διήρκεσε έως τη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα, οπότε άρχισε και πάλι να αναπτύσσεται το εμπόριο, αυτή τη φορά προς την Αυστρία και τη Ρωσία, κυρίως με τη διακίνηση καπνού, μαλλιού και βαμβακιού. Η ανάπτυξη έμελλε να διατηρηθεί έως τους Ναπολεόντειους Πολέους(1798-1814), οπότε και η ύφεση που έπληξε την Ευρώπη δεν άφησε ανεπηρέαστη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εμπορευματική διακίνηση άρχισε να αυξάνεται σταθερά μετά το 1840.
    Παρόλο που στις αρχές του 19ου αιώνα οι Έλληνες είχαν φτάσει να ανταγωνίζονται πληθυσμιακά και οικονομικά την εβραϊκή κοινότητα -ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη σφαγή στο ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 - η Θεσσαλονίκη συνέχισε να αποτελεί έως το 1912ένα μοναδικό, παγκόσμιο φαινόμενο πόλης με τόσο μεγάλη εβραϊκή παροικία, και αποκλήθηκε από τους ίδιους τους Ιουδαίους «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων»[68][69] και «Μητέρα του Ισραήλ»[70][71].
    Το Διοικητήριο ή Κονάκι. Κτίσμα της τελευταίας περιόδου της Οθωμανικής διοίκησης σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι είναι η έδρα του Υφυπουργείου Μακεδονίας-Θράκης.
    Η Θεσσαλονίκη ή Σελανίκ, σύμφωνα με την τουρκική παραλλαγή του ονόματός της, συνέχισε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής της μέσα στα όρια του σουλτανικού κράτους να αποτελεί σημαντικό διοικητικό, οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο του με ρόλο παρόμοιο με αυτόν που κατείχε τη βυζαντινή περίοδο. Αναγέρθηκαν συγκροτήματα λουτρών, ισλαμικά μοναστήρια, τεμένη, ενώ και αρκετοί χριστιανικοί ναοί μετατράπηκαν σε τόπους μουσουλμανικής λατρείας. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου μετατράπηκε σε τζαμί το 1491 και περέμεινε τέτοιο μέχρι την απελευθέρωση το 1912. Μέχρι το διάταγμα Χάτι-Χουμαγιούν (1856) δεν επιτρεπόταν η ανέγερση νέων χριστιανικών ναών σε θέσεις όπου δεν προϋπήρχαν ναοί[72]. Το 1669, ο Γάλλος μοναχός Ρομπέρ ντε Ντρω ανέφερε τη Θεσσαλονίκη ως μια από τις πιο ωραίες και διάσημες πόλεις της Ελλάδας. Το 1737, ο Γάλλος ιερωμένος και συγγραφέας Ζωζέφ ντε λα Πορτ ανέφερε ότι η Θεσσαλονίκη αριθμούσε 48 τεμένη, 30 εκκλησίες και 36 συναγωγές[73].

    Η Ελληνική επανάσταση του 1821[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Οι Θεσσαλονικείς οργανώθηκαν και οργάνωσαν τον Ελληνισμό από πολύ νωρίς, προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες μιας καθολικής ελληνικής επανάστασης. Ο Θεσσαλονικέας λόγιος Γρηγόριος Ζαλύκης ήταν ο πρωτεργάτης της ίδρυσης της μυστικής οργάνωσης Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο, προδρόμου της Φιλικής Εταιρείας, στο Παρίσι το 1809.
    Ο έμπορος Μιχαήλ Ουζουνίδης ήταν ένα από τα αρχικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Επίσης, ο διδάσκαλος και λόγιος Μιλτιάδης Αγαθόνικοςπροσέφερε πολλά ως εκπαιδευτικός στην αφύπνιση των Ελλήνων. Άλλα σημαίνοντα μέλη της Φιλικής Εταιρείας από τη Θεσσαλονίκη ήταν ο διπλωμάτης Δημήτριος Αργυρόπουλος, ο Ιωάννης Σκανδαλίδης, o Νικόλαος Ουζουνίδης, ο Πανταζής Μπακάλογλους και οι έμποροι Μόσχος Σακελλίου, Αθανάσιος Σκανδαλίδης, Χριστόδουλος Μπαλάνος, Στέργιος Πολύδωρος, Νικόλαος Τραμπάζογλους και Αλέξανδρος Ι. Πηλιάδης. Σποραδικές εξεγέρσεις με κοινωνικά κυρίως αιτήματα, προερχόμενες από τους ελληνικούς πληθυσμούς, καταπνίγηκαν σχετικά εύκολα από τη διοίκηση. Ιδιαίτερη, όμως, σκληρότητα επέδειξαν οι Οθωμανοί με το ξέσπασμα της επανάστασης στη Χαλκιδική το Μάρτιο του 1821 από τον τραπεζίτη και μεγαλέμπορο Εμμανουήλ Παπά, οπότε εφαρμόστηκαν αντίποινα κατά των Ελλήνων και στη Θεσσαλονίκη. Φιρμάνι της 3ης Μαΐου του 1821 ανέφερε:
    "Το εν Μολδαβία κίνημα των απίστων και κατηραμένων Ελλήνων, μεταδοθέν εις τας πέραν της Θεσσαλονίκης χώρας, προεκάλεσε την αναρχίαν και τον αναβρασμόν μεταξύ των εκεί κατοίκων ... Εκ των γεγονότων τούτων άπαξ έτι κατεδείχθη ότι η επανάστασις αύτη των απίστων, φέρουσα γενικόν χαρακτήρα, έχει εξυφανθεί και προσχεδιασθή κατόπιν συνεννοήσεως ολοκλήρου της φυλής αυτών".[74]
    Σε προκήρυξη του γενικού αρχηγού του οθωμανικού στρατού προς τους μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης, κλήθηκαν όλοι οι μουσουλμάνοι 16-60 ετών να πάρουν τα όπλα κατά των επαναστατών. Ανακοινώθηκε αμοιβή τεσσάρων πιάστρων για κάθε κεφάλι που θα παραδινόταν στο στρατόπεδο. Υπογράφτηκε από τον Αμπντούλ Καμπούλ Μωχάμετ, "διοικητή των πιστών Μακεδονίας και Θεσσαλίας".[75]
    Αρχικά περί τους 400 χριστιανούς, εκ των οποίων οι 100 ήταν Αγιορίτες μοναχοί, φυλακίστηκαν ως όμηροι, οι περισσότεροι εκ των οποίων εκτελέστηκαν αργότερα. Οι περισσότερες σφαγές έγιναν τον Μάιο του 1821. Τότε σφαγιάστηκαν 3.000 Έλληνες στο σημερινό διοικητήριο[76], σημαίνοντας την απαρχή μίας περιόδου τρομοκρατίας, που διήρκεσε έως και το 1823, χρονιά που κατεστάλησαν τα επαναστατικά κινήματα της Μακεδονίας.
    Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οι Οθωμανοί σκότωσαν επίσης, τον επίτροπο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο, τους πρόκριτους (μέλη της Φιλικής Εταιρείας) Γεώργιο Βλάλη, Χρήστο Μενεξέ (επίτροπο του ναού του Αγίου Μηνά), Χριστόδουλο Μπαλάνο, Γεώργιο Πάικο, Στέργιο Πολύδωρο, Αθανάσιο Σκανδαλίδη, Αναστάσιο Γούναρη, Δημήτριο Παππά, Αναστάσιο Κυδωνιάτη, τον Αργυρό Ταπουχτσή από την Επανομή κ.ά. στην τότε πλατεία Αλευραγοράς (σημερινή αγορά Καπάνι - Βλάλη), στις 18 Μαΐου[77]. Σφαγές επίσης έγιναν στην περιοχή της Ροτόντας και στην Πύλη Αξιού. Παρόμοιες σκηνές εκτυλίχθηκαν στο προαύλιο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπου είχαν καταφύγει 2.000 Έλληνες και τελικά πολλοί από αυτούς φονεύτηκαν από τον τουρκικό όχλο[78]. Αργότερα, το 1822 στραγγαλίστηκε μετά από πολυήμερη φυλάκιση ο Έλληνας προύχοντας και πρόξενος της ΔανίαςΕμμανουήλ Κυριακού.
    Συνολικά οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης που έπεσαν θύματα από τις εκτελέσεις των Οθωμανών υπολογίζονται σε 25.000 μόνο κατά το 1821, γεγονός που επέφερε ανεπανόρθωτο πλήγμα στην Ελληνική κοινότητα της πόλης (η Ελληνική κοινότητα επανέκαμψε τη δεκαετία του 1880, δηλαδή 60 χρόνια αργότερα).[79][Χρειάζεται σελίδα] Σημαντικές προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης που πρωτοστάτησαν την περίοδο εκείνη στους Ελληνικούς αγώνες ήταν ο Γρηγόριος Ζαλύκης, ο Μιλτιάδης Αγαθόνικος, ο Κωνσταντίνος Τάττης, ο Ιωάννης Γούτας Καυταντζόγλου, ο Ιωάννης Μιχαήλ (ο οποίος συμμετείχε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας), ο Ιωάννης Παπάφης, ο Ανδρόνικος Πάικος, ο Αντώνιος Παπαχρίστου, ο Αναστάσιος Μπουδέλης και άλλοι.
    Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Α΄ γραμματέας του Βουλευτικού της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου ήταν ο Θεσσαλονικέας Ιωάννης Σκανδαλίδης, ένας από τους πληρεξούσιους της Μακεδονίας[80][81], ενώ την έναρξη της Επανάστασης την κήρυξε ο Θεσσαλονικέας Δημήτριος Αργυρόπουλος στις 21 Φεβρουαρίου 1821, στο Γαλάτσι της Μολδοβλαχίας. Η επανάσταση στη Μακεδονία τερματίστηκε περί τα τέλη Μαΐου 1822. Μετά πολλοί πολεμιστές κατέβηκαν στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα όπου συνέχισαν τον αγώνα[82].
    Μεγάλες καταστροφές υπέστησαν και τα πλησίον της Θεσσαλονίκης χωριά, ιδίως προς την περιοχή της Χαλκιδικής, ακόμα και αυτά που δεν επαναστάτησαν. Η κατάσταση της επαρχίας κατά τον Ιούνιο και Ιούλιο 1821 αναφέρεται από Άγγλο αυτόπτη μάρτυρα. Μετά την εξέγερση ελληνικών χωριών της Χαλκιδικής πολλοί μουσουλμάνοι κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη για προστασία ενώ τα χωριά τους κάηκαν. Ο τουρκικός στρατός αντεπιτιθέμενος λεηλάτησε και έκαψε τα Βασιλικά, το Καραμπουρνού, την Επανωμή και τη Γαλάτιστακαι άλλα, ακόμα και όσα δεν είχαν επαναστατήσει όπως το Ζαγγλιβέρι. Οι μοναχοί της Μονής Αγίας Αναστασίας (Φαρμακολύτριας) αποκεφαλίστηκαν παρ’ ό,τι άνοιξαν τις θύρες και υποδέχθηκαν τους Τούρκους. Μεγάλος αριθμός Εβραίων ακολουθούσαν τον τουρκικό στρατό και αγόραζαν τη λεία σε χαμηλές τιμές. Γυναίκες και παιδιά πωλούνταν ως δούλοι, οι γριές προς 40-60 πιάστρα και τα γυναικόπαιδα προς 200-300. Ολόκληρη η περιοχή της Καλαμαριάς (εννοείται η δυτική Χαλκιδική) που αριθμούσε περί τους 60.000 κατοίκους καταστράφηκε και ερημώθηκε.
    Προύχοντες και απλοί Έλληνες κρατούνταν ως όμηροι ή θανατώνονταν ακόμα και με ανασκολοπισμό (παλούκωμα), ενώ και οι Έλληνες σκότωναν τους Τούρκους που συνελάμβαναν. Η τουρκική διοίκηση αποσπούσε δια της βίας μεγάλα χρηματικά ποσά που οι Έλληνες για να τα εξοικονομήσουν ενεχυρίαζαν πολύτιμα αντικείμενα και σκεύη εκκλησιών σε χαμηλές τιμές ή δανείζονταν από τους Εβραίους με επιτόκιο 30-50%.[83]

    Αναπτυξιακή πορεία και Μακεδονικός Αγώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Η λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1828–1829 επέφερε την ηρεμία στα ευρωπαϊκά εδάφη της Τουρκίας και τη συνακόλουθη οικονομική ανάπτυξη. Το θετικό κλίμα ενέτειναν και οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ από το τέλος της δεκαετίας του 1830. Η Θεσσαλονίκη αυξάνει περαιτέρω την εμπορική της δύναμη ενώ παράλληλα ξεκινά η ανοικοδόμηση σημαντικών διοικητικών, εκπαιδευτικών και ιδιωτικών κτηρίων. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα παρατηρείται σημαντική αύξηση του πληθυσμού, που από 50.000 το 1865 φτάνει τις 90.000 το 1880 και τις 120.000 το 1895.[84]
    Το 1877, ενώ γίνονταν διεθνώς ζυμώσεις που κατέληξαν στη Συνθήκη του Αγίου ΣτεφάνουΡουμανικές εφημερίδες δημοσίευαν στατιστικές με Ρουμανικούς πληθυσμούς στη ΘεσσαλίαΉπειρο και Μακεδονία προσπαθώντας να οικειοποιηθούν τους Βλάχους. Στα πλαίσια αυτά εμφάνισαν στατιστική του Ρουμανικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζοντας τη Θεσσαλονίκη με 20.000 Ρουμανικό πληθυσμό. Ακολούθησαν έντονες αντιδράσεις και επεισόδια που προκάλεσαν οι Έλληνες Θεσσαλονικείς φοιτητές έξω από το Ρουμανικό προξενείο που κατέληξαν σε μεγαλειώδη βουβή παρέλαση (αρκετές χιλιάδες διαδηλωτών) με τερματισμό στο προξενείο της Ρουμανίας. Στη βουβή διαδήλωση συμμετείχαν και εκπρόσωποι της Ισραηλιτικής κοινότητας της πόλης, προκειμένου να υποστηρίξουν την ελληνικότητα του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης.
    Συνέπεια των αντιδράσεων ήταν να εκδόσει ο Οθωμανός βαλής της Θεσσαλονίκης, επίσημη στατιστική που παρουσίαζε τον Ελληνικό πληθυσμό σε 25.000 (σε σύνολο σχεδόν 90.000 κατοίκων[85]) και να αποπεμφθεί ο Ρουμάνος πρόξενος.[86] Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, οι Θεσσαλονικείς οργανώνονται, ιδρύοντας την Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης το 1871 που ανέπτυξε έντονη εθνική δράση. Ο προύχοντας της πόλης Κωνσταντίνος Μάτσας προσπάθησε ήδη από το 1899 να εξοπλίσει τον Ελληνισμό της πόλης, αντιλαμβανόμενος τον επερχόμενο κίνδυνο. Σημαντικοί Θεσσαλονικείς οπλαρχηγοί ήταν ο Γεώργιος Σάββας και ο Γεώργιος Πεντζίκης. Στις 20 Ιανουαρίου του 1904πραγματοποιήθηκε μεγάλο αντιβουλγαρικό συλλαλητήριο στην πόλη, με συμμετοχή 6.000 Ελλήνων διαδηλωτών. Έως το 1908, οι Θεσσαλονικείς πέτυχαν να ανατρέψουν τη βουλγαρική προσπάθεια δημιουργίας πυρήνων Βουλγαρικού πληθυσμού στην πόλη, με τη μεταφορά και εγκατάσταση Βούλγαρων μεταναστών.[87]

    Το κίνημα των Νεοτούρκων και τα εθνικά αλυτρωτικά κινήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Το μέγαρο του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, έργο του Ερνέστου Τσίλλερ, το οποίο, πλέον, φιλοξενεί το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνος.
    Το ρεύμα της εθνικιστικής ιδεολογίας, που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση και απλώθηκε σε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο, άρχισε, ογκούμενο σταδιακά μέσα στο 19ο αιώνα, να επιδρά και στα βαλκανικές εθνικές ομάδες, που βρίσκονταν στην οθωμανική επικράτεια. Ένα πρώτο κρούσμα αυτών ήταν η σφαγή των Προξένων στη Θεσσαλονίκη που συνέβη στις 6 Μαΐου 1876.
    Το ελληνικό στοιχείο συγκρούστηκε έντονα με το βουλγαρικό, που με τη δράση των κομιτατζήδων προσπάθησε τη μεταστροφή των ορθοδόξων πληθυσμών από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βουλγαρική Εξαρχική Εκκλησία με στόχο τον εκβουλγαρισμό τους.[88] Μετά τα Απριλιανά του 1903 η σύγκρουση αυτή κορυφώθηκε το διάστημα των ετών 1904-1908, την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, όπου επιτελικό κέντρο των Ελλήνων αγωνιστών υπήρξε το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης (σημερινό Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα).
    Η Έπαυλη Αλλατίνη, που χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του έκπτωτου Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β' στη Θεσσαλονίκη.
    Παράλληλα με τα εθνικιστικά κινήματα αναπτυσσόταν και ένα άλλο κίνημα με στελέχη από τη στρατιωτική και πνευματική ελίτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κέντρο του τη Θεσσαλονίκη. Στόχοι αυτής της κίνησης ήταν ο εκδημοκρατισμός, ο εκσυγχρονισμός και μετασχηματισμός σε ευρωπαϊκού τύπου συνταγματική μοναρχία της παραπαίουσας και μειούμενης εδαφικά Αυτοκρατορίας και πολιτικό εφαλτήριό της η "Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο" (İttihad ve Terakki Cemiyeti - Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος),[89] της οποίας η δράση εκκίνησε το 1896 και στις τάξεις της περιελάμβανε προοδευτικές προσωπικότητες από τις κυρίαρχες μακεδονικές εθνότητες με πρωτοστατούσα την τουρκική. Τα μέλη αυτής της επιτροπής έγιναν γνωστά με το όνομα Νεότουρκοι (Jön Türkler – Ζον Τουρκλέρ από το γαλλικό Jeunes Turcs) και στα πρώτα της βήματα αναδείχθηκε σε φορέα της αστικής αλλαγής με αντιιμπεριαλιστικές αιχμές.[90]
    Στιγμιότυπο από την αναχώρηση του Σουλτάνου Μεχμέτ Ε' Ρεσάτ έπειτα από το προσκύνημα στο τέμενος της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης στις 31 Μαΐου 1911.
    Τον Ιούνιο του 1908 οι Νεότουρκοι διέθεταν την ισχύ ώστε να απαιτήσουν από το Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄την πολιτειακή μεταβολή προς τη συνταγματική μοναρχία. Έτσι με μία εντυπωσιακή στρατιωτική κίνηση το τρίτο σώμα του Οθωμανικού στρατού ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση την έδρα του Οίκου των Οσμανλιδών, την Κωνσταντινούπολη, όπου κορυφώθηκε η Επανάσταση των Νεοτούρκων, με αποτέλεσμα την παραχώρηση Συντάγματος στις 24 Ιουλίου 1908.[91]
    Η αντεπανάσταση των συντηρητικών Παλαιότουρκων το 1909 βοήθησε τον απολυταρχικό Αμπντούλ Χαμίτ να άρει τα συνταγματικά προνόμια. Σύντομα, όμως, οι Νεότουρκοι κατάφεραν να πάρουν την κατάσταση και πάλι στα χέρια τους εξαναγκάζοντας το Σουλτάνο σε παραίτηση και ανεβάζοντας στο θρόνο το μετριοπαθή αδελφό του, Μεχμέτ Ε΄ Ρεσάτ. Ο Αμπντούλ Χαμίτ οδηγήθηκε στο πολιτικό κέντρο των Νεοτούρκων, τη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε φρουρούμενος στην Έπαυλη Αλλατίνη (σημερινό ιστορικό κτίριο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας) έως και το 1912.
    Τελευταίο σημαντικό γεγονός της οθωμανικής κυριαρχίας στη Θεσσαλονίκη υπήρξε η επίσκεψη στην πόλη του Μεχμέτ στις 31 Μαΐου 1911, στο πλαίσιο της περιοδείας του στα ευρωπαϊκά εδάφη της Αυτοκρατορίας. Αποκορύφωμα της επίσκεψης αποτέλεσαν η παρέλαση των εθνοτήτων ενώπιον του μονάρχη και το εντυπωσιακό προσκύνημά του στο τέμενος της Αγίας Σοφίας, σύμφωνα με το επίσημο τυπικό του προσκυνήματος της Παρασκευής στο τζαμί Χαμιντιέ της Κωνσταντινούπολης.[92]

    Η απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Το πανηγυρικό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Μακεδονία την επόμενη μέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.
    Η απόδειξη των πραγματικών πολιτικών προθέσεων της ηγετικής ομάδας των Νεότουρκων, που ως βασικό στόχο είχαν τον εκτουρκισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσω της εξάλειψης των μειονοτήτων, και η σκλήρυνση της κρατικής πολιτικής έναντι αυτών έφεραν το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.[93] Τα τέσσερα βαλκανικά βασίλεια, ΕλλάδαςΣερβίαςΒουλγαρίας και Μαυροβουνίου, κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδιώκοντας την κατάκτηση και το διαμοιρασμό των ευρωπαϊκών της εδαφών, στα οποία κατοικούσε σημαντική μερίδα «αλύτρωτων» ομοεθνών τους.
    Η πόλη της Θεσσαλονίκης υπήρξε το διαφιλονικούμενο «λάφυρο» μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.[94] Οι νίκες των Ελλήνων σε σημαντικές μάχες είχαν δημιουργήσει θετικό κλίμα στο στράτευμα, το οποίο όδευε για την κατάκτηση του Μοναστηρίου, βαλκανικής πόλης με ακμαίο ελληνικό πληθυσμό. Ο επικεφαλής της στρατιάς της Θεσσαλίας και αρχιστράτηγος, Διάδοχος Κωνσταντίνος έπειτα από τη νικηφόρα Μάχη του Σαρανταπόρου κινούνταν προς το Μοναστήρι. Οι πληροφορίες, όμως, προς την ελληνική κυβέρνηση αναφέρονταν σε προώθηση των βουλγαρικών στρατευμάτων νοτιότερα, με σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.[95] Ο Βενιζέλος τηλεγράφησε στον Κωνσταντίνο να κινηθεί ταχύτατα προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά όταν διαπίστωσε ότι ο διάδοχος κωλυσιεργούσε απέστειλε το περίφημο τηλεγράφημα:
    Αρχηγόν Στρατού
    Εντέλεσθε άμα τη λήψει της παρούσης να παραδώσητε την διοίκησιν του στρατού εις τον Αρχηγόν του
    Γεν. Επιτελείου υποστράτηγον Δαγκλήν και να αναχωρήσητε πάραυτα δι' Αθήνας, τιθέμενος εις την
    διάθεσιν του υπουργού των Στρατιωτικών.
    Ε. Βενιζέλος, Υπουργός Στρατιωτικών
    Μετά από παρέμβαση του βασιλιά Γεωργίου, το ελληνικό στράτευμα της Θεσσαλίας, αλλάζοντας πορεία, κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, στην οποία έφτασε έπειτα από τη Μάχη των Γιαννιτσών (19 Οκτωβρίου) στις 25 Οκτωβρίου 1912, περικυκλώνοντάς την.
    Οι Οθωμανοί στρατιωτικοί επιτελείς της Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής το διοικητή του 8ου σώματος του οθωμανικού στρατού, Χασάν Ταχσίν Πασά, αντιλήφθηκαν ότι πιθανή αντίσταση δεν θα επέφερε ουσιαστικό αποτέλεσμα[96] και προέβησαν σε προτάσεις παράδοσης προς τον Κωνσταντίνο. Άλλωστε από οθωμανικής πλευράς υπήρχε η προτίμηση της παράδοσης της πόλης στους Έλληνες λόγω της αντίληψης ότι οι Βούλγαροι θα προέβαιναν σε βιαιότητες έναντι του μουσουλμανικού πληθυσμού.[97] Ο Κωνσταντίνος, όμως, δεν έκανε δεκτή την οθωμανική πρόταση και απαίτησε «άνευ όρων» παράδοση της πόλης. Την ίδια στιγμή ο Πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, έχοντας γνώση των κινήσεων της 7ης Βουλγαρικής μεραρχίας, η οποία πλησίαζε τη Θεσσαλονίκη, προειδοποίησε το Διάδοχο να επισπεύσει τη διαδικασία[98] με το ακόλουθο τηλεγράφημα:
    Αρχηγόν Στρατού
    Παραγγέλλεσθε να αποδεχτείτε προσφερομένην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθητε εις
    ταύτην άνευ χρονοτριβής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής.
    Υπουργός Στρατιωτικών Ε. Βενιζέλος
    Έτσι τη νύχτα της 26ης προς 27 Οκτωβρίου 1912 (Ιουλιανό ημερολόγιο), οι πληρεξούσιοι επιτελείς αξιωματικοί, Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς, υπέγραψαν στη Θεσσαλονίκη τα πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης από την οθωμανική διοίκηση στον ελληνικό στρατό[99][100] και το απόγευμα της 27 Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη τα δύο πρώτα ελληνικά ευζωνικά τμήματα της μεραρχίας Κλεομένους.
    Εντωμεταξύ οι Βούλγαροι, που είχαν προσεγγίσει την πόλη, πίεσαν το Χασάν Ταχσίν Πασά να υπογράψει παρόμοιο πρωτόκολλο και με αυτούς. Η πρότασή τους, εντούτοις, δεν έγινε δεκτή με τη χαρακτηριστική απάντηση του Οθωμανού στρατηγού: «Έχω μόνο μία Θεσσαλονίκη, την οποία έχω ήδη παραδώσει».[101] Παρά τούτο οι βουλγαρικές διεκδικήσεις δεν έπαυσαν έως και το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, οπότε το νικηφόρο αποτέλεσμά του, για την ελληνική πλευρά, επέφερε οριστική λύση στο θέμα.
    Ένας ακόμη παράγοντας που προσπάθησε να επηρεάσει το εδαφικό καθεστώς της Θεσσαλονίκης, ήταν η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, που με τη συμπαράσταση της Γερμανίαςεπεδίωξε, ανεπιτυχώς, διεθνοποίηση της πόλης.[102] Ακόμη μερίδα της Ιουδαϊκής κοινότητας προώθησε στο εξωτερικό πρόταση για αυτόνομο καθεστώς υπό ισραηλιτική διοίκηση.[103][104]
    Στις 29 Οκτωβρίου ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ εισήλθε στην πόλη επικεφαλής τμημάτων στρατού και στις 30 Οκτωβρίου τελέστηκε από το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο δοξολογία στον τότε Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μηνά «επί τη απελευθερώσει της πόλεως» μετά από 482 χρόνια συνεχούς Οθωμανικής κατοχής.

    Σύγχρονη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Αναπαράσταση Γερμανικού αερόπλοιου πάνω από τη Θεσσαλονίκη. Το αερόπλοιο καταρίφθηκε τον Μάιο του 1916 από τις αγγλογαλλικές δυνάμεις και τα τμήματα του εκτίθονταν για αρκετές εβδομάδες μπροστά από τον Λευκό Πύργο. Στην εικόνα γίνεται και η αναπαράσταση των ριπών προς το αερόπλοιο, από την πύλη του Αξιού στα δυτικά, Το φρούριο του Επταπύργιου στα βόρεια, και από την 3η Στρατιά στα δυτικά.[105][106][107]
    Μετά την απελευθέρωση του 1912 για αρκετό καιρό διατηρήθηκε η οθωμανική διοικητική δομή της πόλης για να αποφευχθεί η οικονομική και κοινωνική διάλυση της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις ημέρες μετά την παράδοση της πόλης, η οθωμανική χωροφυλακή συνέχιζε ένοπλη να διατηρεί την τάξη, ενώ ο δήμαρχος Οσμάν Σαΐτ παρέμεινε δήμαρχος, με λίγες διακοπές μέχρι το 1922. Τον Μάρτιο του 1913 ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Α' δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη, και την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκαν επεισόδια κατά των Μουσουλμάνων και Εβραίωντης πόλης στους οποίους αδίκως κινήθηκαν οι πρώτες υποψίες.
    Η Ελλάδα δεν συμμετείχε στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από το ξέσπασμά του παρά τις προσκλήσεις για συμμαχία και από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις. Ωστόσο, με δικαιολογία την βοήθεια προς την Σερβία, αλλά και αδιαφορία για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας, δυνάμεις της Αντάντ αποβιβάστηκαν στην πόλη τον Οκτώβριο του 1915 με σκοπό να εκβιάσουν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.
    Δημιουργήθηκε το Βαλκανικό Μέτωπο, που απαρτιζόταν από δεκάδες χιλιάδες άνδρες και είχε σκοπό να παράσχει υποστήριξη προς τη Σερβία και τη Ρωσία. Ο Εθνικός Διχασμός, όπως ονομάστηκε η διαμάχη (1916) ανάμεσα στο Βασιλιά Κωνσταντίνο ΙΒ΄ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο αναφορικά με την έξοδο της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησαν στο σχηματισμό δεύτερης κυβέρνησης από το Βενιζέλο, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η "Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας" απαρτιζόταν από το Βενιζέλο, το Δαγκλή και τον Κουντουριώτη τη λεγόμενη "Τριανδρία". Έτσι η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, οδηγώντας παράλληλα στην εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' υπέρ του γιου του Αλεξάνδρου.
    Η μεγάλη πυρκαγιά το 1917 ήταν η χειρότερη καταστροφή που υπέστη η πόλη κατά τα νεότερα χρόνια. Κατέστρεψε ολοσχερώς κτήρια σπάνιας αρχιτεκτονικής αξίας στο κέντρο της πόλης, καταστήματα, εκκλησίες, τζαμιά και συναγωγές και κυρίως χιλιάδες σπίτια, αφήνοντας άστεγους 72.000 κατοίκους, και προκάλεσε τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα στην πόλη που είχε ήδη επιβαρυνθεί από την συγκέντρωση προσφύγων που προέρχονταν από τις κοντινές εμπόλεμες ζώνες και την υπό Βουλγαρική διοίκηση Θράκη.
    Στη θέση των κτηρίων αυτών οικοδομήθηκε η νέα πόλη, με βάση σχέδιο που εκπόνησε ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ερνέστ Εμπράρ. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το έτος 1922, αλλά και την περίοδο 1923-1924 στα πλαίσια της Ελληνοτουρκικής Ανταλλαγής Πληθυσμών που συμφωνήθηκε με την Συνθήκη της Λωζάνης, εγκαταστάθηκαν στην πόλη πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο. Η εισροή προσφύγων ήταν τόσο έντονη ώστε επέβαλε την ίδρυση νέων, αποκλειστικά προσφυγικών συνοικιών και οικισμών, όπως η Νεάπολη και η Καλαμαριά, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης συμπεριλήφθηκε στους "ανταλλάξιμους" που υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία.
    Το 1925, με ενέργειες του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ιδρύεται στην πόλη Πανεπιστήμιο το οποίο αργότερα (1954) μετονομάστηκε σε Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκηςπρος τιμήν του φιλόσοφου Αριστοτέλη και σήμερα αποτελεί το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ελλάδας. Στις 3 Οκτωβρίου του 1926 εγκαινιάστηκε η πρώτη Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης.
    9 Μαΐου 1936: Η μητέρα του Τάσου Τούση θρηνεί τον γιο της, τον πρώτο νεκρό της αιματηρής καταστολής της διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης.
    Σε όλο το διάστημα του μεσοπόλεμου οι κοινωνικές ζυμώσεις που προκλήθηκαν από τη δραστηριοποίηση μεγάλου αριθμού προσφύγων εργατών αλλά και τη δυναμικότητα των Εβραίων εργατών, έδωσαν μεγάλη ώθηση στα ήδη ανεπτυγμένα εργατικά κινήματα της πόλης. Ήδη από το 1908 είχε ιδρυθεί με αρχηγό τον Αβραάμ Μπεναρόγια η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν, που πρωτοστάτησε στην οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος και μετέπειτα στην δημιουργία του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ. Στην αρχή της δεκαετίας του 1930 και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, στη Θεσσαλονίκη ήταν συνεχείς οι διαδηλώσεις και απεργίες ομάδων εργατών όπως των καπνεργατών, των τροχιοδρομικών κ.ά. Οι εργατικές κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν στην πόλη τον Μάιο του 1936, με τη μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών, που πνίγηκε στο αίμα από την δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Η φωτογραφία που απαθάνατισε την μητέρα του να τον θρηνεί μόνη στο μέσον του δρόμου, στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατία, δημοσιεύθηκε στον Τύπο και αποτέλεσε την έμπνευση του Γιάννη Ρίτσου για την συγγραφή της συλλογής του Ο Επιτάφιος.[108]
    Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και αρκετές εθνικιστικές/αντισιωνιστικές οργανώσεις ως αντίδραση στην πολυπληθή παρουσία των Εβραίων εργατών, με διάφορα προβλήματα, με κυριότερο τον εμπρησμό του Κάμπελ, μιας εβραϊκής φτωχογειτονιάς της Θεσσαλονίκης.
    11.7.1942: η συγκέντρωση των Εβραίων στην πλατεία Ελευθερίας.
    Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Οι Εβραίοι περιορίστηκαν στην κοινότητα Χιρς, οι περιουσίες τους δημεύτηκαν και μοιράστηκαν μεταξύ Γερμανών αξιωματικών και Ελλήνων συνεργατών τους. Τελικά, ολόκληρος ο Εβραϊκός πληθυσμός της πόλης οδηγήθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσηςτου Άουσβιτς και του Μπέργκεν-Μπέλσεν. Περίπου 46.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης εξοντώθηκαν εκείνη την περίοδο. Στις 15 Μαΐου 1941, ένα μήνα μετά την κατάληψη της χώρας από τους κατακτητές, ιδρύεται η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα, η "Ελευθερία", με την ομώνυμη εφημερίδα της και το πρώτο παράνομο τυπογραφείο της πόλης της Θεσσαλονίκης, στη περιοχή της Επταλόφου.
    Στις 11 Μαΐου 1944, εκτελούνται από τους Ναζί οκτώ αντιστασιακοί νέοι 20-30 ετών, στην περιοχή Καΐστρι μεταξύ Επταλόφου και Ξηροκρήνης. Η απελευθέρωση της πόλης επήλθε στις 30 Οκτωβρίου του 1944.
    Στις 10 Φεβρουαρίου 1948, η πόλη δέχθηκε κανονιοβολισμούς από δυνάμεις του ΔΣΕ με αποτέλεσμα 6 νεκρούς αμάχους.
    Στις 20 Ιουνίου του 1978ένας μεγάλος σεισμός επέφερε συνολικά 49 θανάτους και υλικές ζημιές ύψους 1,2 δισ. ευρώ, οι οποίες όμως αποκαταστάθηκαν σύντομα. 220 άνθρωποι τραυματίστηκαν. Ο εν λόγω σεισμός υπήρξε ο πρώτος που έπληξε μεγάλο αστικό κέντρο στην Ελλάδα.[109]
    Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης - Cedefop, ένας από τους αποκεντρωμένους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εγκαταστάθηκε το 1995 στη Θεσσαλονίκη με αποστολή την ανάπτυξη και υλοποίηση ευρωπαϊκών πολιτικών για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.[110]
    Το έτος 1997 η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε την Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης.

    Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Δορυφορική άποψη του Θερμαϊκού κόλπου και της ευρύτερης περιφέρειας της Θεσσαλονίκης.
    Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της περιφερειακής ενότητας Θεσσαλονίκης, στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου. Είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στις πλαγιές του Κέδρινου λόφου και περιβάλλεται στα ανατολικά από το δάσος του Σέιχ Σου. Στη Σίνδο υπάρχει η βιομηχανική ζώνη της πόλης και στα νότια βρίσκονται οι περιοχές του αεροδρομίου, της Θέρμης και νοτιοανατολικά η περιοχή του Πανοράματος.
    Νοτιοανατολικά της πόλης υψώνεται το όρος Χορτιάτης, φυσική οχύρωση και πηγή μέρους του νερού που χρησιμοποιείται για την ύδρευσή της. Βορειοδυτικά απλώνεται η πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, που συμπληρώνει τις ανάγκες της Θεσσαλονίκης σε ύδρευση. Βόρεια της πόλης υψώνεται το όρος Σιβρί που χωρίζεται από τον Χορτιάτη με το πέρασμα του Δερβενίου. Η πεδιάδα ευνόησε την οικονομική ανάπτυξη της πόλης και της γύρω περιοχής, καθώς σχηματίστηκε σταδιακά από τις προσχώσεις των ποταμών που διαρρέουν το νομό κι έτσι είναι ιδιαίτερα εύφορη.
    Οι τρεις αυτοί ποταμοί, ο Αξιός, ο Λουδίας και ο Εχέδωρος, εκβάλλουν δυτικά της πόλης ενώ ακόμα νοτιότερα εκβάλλει ο Αλιάκμονας. Οι ποταμοί αποτέλεσαν και φυσικά υδάτινα κωλύματα σε προσπάθειες προσέγγισης της πόλης από τα νότια· η διάβαση του Γαλλικού ποταμού από τα ελληνικά στρατεύματα, το 1912, οριστικοποίησε την άνευ όρων παράδοση των Οθωμανών. Το Δέλτα του Αξιού αποτελεί υγροβιότοπο 22.000 στρεμμάτων ιδιαίτερης σημασίας, που προστατεύεται από τη Σύμβαση Ραμσάρ.
    Η θέση της πόλης στην ευρύτερη περιοχή Μακεδονίας-Θράκης, η ύπαρξη του λιμανιού της ως φυσικής πύλης της περιοχής αυτής προς τη θάλασσα αλλά και η φυσική οχύρωσή της καθιστούν τη Θεσσαλονίκη αφενός σημαντικό στρατηγικό σημείο, αφετέρου εμπορικό, συγκοινωνιακό και πολιτισμικό σταυροδρόμι από την αρχαιότητα έως και τα σημερινά χρόνια.

    Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Το κλίμα της Θεσσαλονίκης είναι μεσογειακό. Γενικότερα πάντως, η Θεσσαλονίκη απολαμβάνει αρκετές ηλιόλουστες μέρες κατά την διάρκεια του έτους. Λόγω της θέσης της, η Θεσσαλονίκη καταγράφει μόνο 526,3 χιλιοστά βροχής τον χρόνο, καθώς η Πίνδος σταματάει τους υγρούς δυτικούς ανέμους, από το να περάσουν στην ανατολική Ελλάδα. Η υψηλότερη και η χαμηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί είναι 43,0 °C και -15,6 °C. Οι χειμώνες είναι ήπιοι έως κρύοι και βροχεροί με την μέση ημερήσια θερμοκρασία να κυμαίνεται στους 4,8 °C τον Ιανουάριο (δες πίνακα). Χιόνι πέφτει κάθε χειμώνα, ωστόσο συνήθως λιώνει μέσα σε λίγες μέρες. Εξαίρεση αποτελούν οι ιστορικοί χιονιάδες που έχουν χτυπήσει την πόλη το 1968, το 1988, το 2001, το 2016 και το 2017.
    Την άνοιξη οι θερμοκρασίες είναι ακόμα χαμηλές τον Μάρτιο και αρχές Απριλίου, με τα χιόνια να είναι πιθανά μέχρι τα μέσα Μαρτίου (εξαίρεση αποτελεί ο Απρίλιος του 2003 και του 1987, που το χιόνι έφτασε τα 10 εκατοστά, ακόμα και μέσα στην πόλη). Ωστόσο από τον Μάιο, οι θερμοκρασίες αρχίζουν και ανεβαίνουν γρήγορα.
    Τα καλοκαίρια είναι ζεστά και ξηρά, με την μέση θερμοκρασία τον Αύγουστο να είναι 25,3 °C (δες πίνακα), ενώ κατά την διάρκεια καυσώνων μπορεί να ξεπεράσει τους 40 °C. Το φθινόπωρο είναι δροσερό και βροχερό. Οι θερμοκρασίες είναι ακόμα σε υψηλά επίπεδα μέχρι και τις αρχές Οκτωβρίου, ενώ από τα μέσα του μήνα οι πρώτες ''κρύες'' μέρες συμβαίνουν. Οι βροχές είναι αρκετές, ιδιαίτερα τον Νοέμβριο. Το χιόνι είναι αρκετά σπανιότερο φαινόμενο από την άνοιξη, αλλά έχει πιθανότητες να συμβεί στα τέλη του Νοεμβρίου, (π.χ. Νοέμβριος 2016).

    Πληθυσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ο πληθυσμός της πόλης εξελίχθηκε ως εξής:
    ΈτοςΣύνολο πληθυσμούΕβραίοιΤούρκοι (μωαμεθανοί)ΈλληνεςΒούλγαροιΡωμάΆλλες εθνότητες
    1890[111]118.00055.00026.00016.00010.0002.5008.500
    1904[112]129.79645.00028.62052.7612.1151.300
    γύρω στα 1913[113]157.88961.43945.88939.9566.2632.7211.621
    Το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την Απογραφή του 2011, έχει μόνιμο πληθυσμό 788.952 κατοίκους. Ο Νομός Θεσσαλονίκης, για τον οποίο υπάρχουν ασφαλή στατιστικά στοιχεία, έχει πληθυσμό 1.110.312 κατοίκους. Συγκεντρώνει ποσοστό 9,4% του πληθυσμού της χώρας με τάση αύξησης, αφού είχε το τέταρτο μεγαλύτερο ποσοστό φυσικής αύξησης του πληθυσμού το 1997 και το 1998, μετά τους νομούς ΔωδεκανήσουΞάνθης και Ηρακλείου (υπεροχή γεννήσεων/1.000 κατοίκους: 2,9), και υψηλή αναλογία μαθητών Δημοτικού ανά 1.000 κατοίκους (66 έναντι μέσου Ελλάδας 61). Παράγει το 9,9% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας, το 2,16% της συνολικής μεταποιητικής παραγωγής και τα 2/3 του προϊόντος του προέρχονται από τις υπηρεσίες. Με κατά κεφαλή προϊόν 3,8 εκ. δρχ. (3ος στην κατάταξη με 105% του μέσου όρου της Ελλάδος), η θέση του ως προς το μέσο της χώρας σε διάστημα μιας 10ετίας έμεινε σχεδόν σταθερή.[114]
    Η εξέλιξη του πληθυσμού του Δήμου Θεσσαλονίκης (χωρίς την Τριανδρία) έχει ως εξής:
    Απογραφή[115]Πληθυσμός
    1940215.788
    1951217.049
    1961250.920
    1971345.799
    1981406.413
    1991412.160
    2001385.406
    2011315.196
    [απόκρυψη]Κλιματικά δεδομένα Θεσσαλονίκη (1981-2010)
    ΜήναςΙανΦεβΜαρΑπρΜαιΙουνΙουλΑυγΣεπΟκτΝοεΔεκΈτος
    Μέγιστη Υψηλότερη °C (°F)20.620.722.825.633.040.743.041.537.432.623.020.543,0
    Μέση Υψηλότερη° C (°F)9.011.114.420.024.829.932.933.128.720.414.210.117,9
    Μέση Ημερήσια °C (°F)3.85.39.114.720.923.225.125.321.416.810.04.913,3
    Μέση Χαμηλότερη °C (°F)−0.81.03.77.811.116.519.519.710.49.05.72.97,0
    Ελάχιστη Χαμηλότερη °C (°F)−15.6−8.2−1.53.56.511.213.813.57.14.0−4.3−10.8−15,6
    Κατακρημνίσεις mm (ίντσες)36,535,737,836,142,93119,516,425,337,853,450,6426.3
    υγρασίας74706165685954525068827965,1
    Μέσες ημέρες κατακρημνίσεων (≥ 0.1 mm)66655322357757
    Πηγή: Μετεωρολογικός σταθμός Θεσσαλονίκης


    Η σημερινή Θεσσαλονίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Η "Πόλη της Θεσσαλονίκης" αποτελείται από έξι Δήμους και μία Δημοτική Ενότητα (από τον Δήμο Πυλαίας - Χορτιάτη), που αποτελούν το Πολεοδομικό Συγκρότημα της Θεσσαλονίκης (Π.Σ.Θ.), πληθυσμού 789.191 κατοίκων, σύμφωνα με στοιχεία της Απογραφής του 2011. Οι δήμοι είναι οι εξής:
    Οι Δήμοι του Π.Σ. Θεσσαλονίκης
    ΔήμοςΈδραΔημοτικές ενότητεςΠληθυσμός
    1Δήμος ΘεσσαλονίκηςΘεσσαλονίκηΘεσσαλονίκη, Τριανδρία325.182
    2Δήμος ΚαλαμαριάςΚαλαμαριάΚαλαμαριά91.518
    3Δήμος Νεάπολης-ΣυκεώνΣυκιέςΆγιος Παύλος, Νεάπολη, Πεύκα, Συκιές84.741
    4Δήμος Παύλου ΜελάΣταυρούποληΝέα Ευκαρπία, Πολίχνη, Σταυρούπολη99.240
    5Δήμος Κορδελιού-ΕυόσμουΕύοσμοςΕλευθέριο-Κορδελιό, Εύοσμος101.010
    6Δήμος Αμπελοκήπων - ΜενεμένηςΑμπελόκηποιΑμπελόκηποι, Μενεμένη52.127
    7Δήμος Πυλαίας-ΧορτιάτηΠανόραμαΠυλαία, Χορτιάτης, Ασβεστοχώρι, Εξοχή, Φίλυρο, Πανόραμα70.653

    Περιοχές του Π.Σ.Θ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Ιστορικό Κέντρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Η Πλατεία Αριστοτέλους στην καρδιά της πόλης.
    Η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει ένα αρκετά εκτεταμένο κέντρο, στο οποίο συγκεντρώνονται τα περισσότερα καταστήματα, δημόσιες υπηρεσίες, αξιοθέατα και χώροι αναψυχής. Η έκτασή του μπορεί να οριστεί βορειοδυτικά από την πλατεία Δημοκρατίας (γνωστή και ως Πλατεία Βαρδαρίου) νοτιοανατολικά από την Πανεπιστημιούπολη, νοτιοδυτικά από την παραλιακή Λεωφόρο Νίκης και βορειοανατολικά από την οδό Αγίου Δημητρίου.
    Το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης διαχωρίζεται στις συνοικίες: Βαρδάρης, Λαδάδικα, Άνω Λαδάδικα, ΦράγκωνΚαπάνι, Διαγώνιος, Ναυαρίνου, Ροτόντα, Αγία Σοφία, Ιπποδρόμιο, Λευκός Πύργος. Το κεντρικότερο σημείο είναι η Πλατεία Δημοκρατίας που αποτελεί και την αρχή χιλιομέτρησης αποστάσεων για τη Θεσσαλονίκη. Η Πλατεία Αριστοτέλους και η Πλατεία Αρχαίας Αγοράς βρίσκονται στο μέσον του ιστορικού κέντρου και ενώνονται με την πεζοδρομημένη οδό Αριστοτέλους.
    Κεντρικές οδικές αρτηρίες είναι οι: ΤσιμισκήΕγνατίαΝίκηςΛαγκαδάΒασιλίσσης ΌλγαςΜοναστηρίου και Αγίου Δημητρίου.
    Αεροφωτογραφία πάνω απο το κέντρο της πόλης.
    Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα υπήρξε σημαντική επέκταση του κέντρου της Θεσσαλονίκης στις εκατέρωθεν πλευρές ΒΔ και ΝΑ. Ενώ παλαιότερα η κεντρική αγορά της πόλης βρισκόταν στην περιοχή του Βαρδαρίου και εκτεινόταν έως το Καπάνι (Αγορά Βλάλη) σήμερα εκτείνεται από την περιοχή του Νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού έως την πλατεία της Χ.Α.Ν.Θ.
    Αεροφωτογραφία του κέντρου της Θεσσαλονίκης με τα σημαντικότερα σημεία του.
      1. Λευκός Πύργος
      2. Πλατεία Αριστοτέλους
      3. Επιβατικό Λιμάνι
      4. Ρωμαϊκή Αγορά
      5. Επταπύργιο (Ακρόπολη)
      6. Ροτόντα
      7. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
      8. Διεθνής Έκθεση
      9. Καυτανζόγλειο Στάδιο
      10. Αρχαιολογικό Μουσείο

    Άνω Πόλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Η περιοχή της Άνω Πόλης που διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1917 και τη δεκαετία του 1980 επί Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη χαρακτηρίστηκε διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός, βρίσκεται στο βορειότερο και υψηλότερο τμήμα της παλιάς πόλης. Αρχίζει από τη βόρεια πλευρά της οδού Αγίου Δημητρίου φτάνοντας βόρεια ως τα τείχη της Ακρόπολης και δυτικά και ανατολικά ως τα αντίστοιχα Βυζαντινά Τείχη, που σώζονται σχεδόν ολόκληρα στην περιοχή. Η περιοχή της Άνω Πόλης διαχωρίζεται στις συνοικίες: Αγία Αικατερίνη, Τσινάρι, Διοικητήριο, Βλατάδων, Ταξιάρχες, Κουλέ Καφέ, Πορτάρα, Άγιοι Ανάργυροι, Κάστρα, Επταπύργιο (Ακρόπολη).
    Παρόλο ότι η περιοχή δεν ερευνήθηκε με αρχαιολογικές ανασκαφές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι στην ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή δεν κατοικήθηκε, τουλάχιστον συστηματικά. Γειτονιές με κατοικίες δημιουργήθηκαν με την τουρκοκρατία, για να πυκνοκατοικηθεί η περιοχή στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά την άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τα τελευταία χρόνια επιλέγεται ως τόπος κατοικίας λόγω κλιματολογικών συνθηκών(μικροκλίματος) και της πανοραμικής θέας.
    Στην περιοχή αυτή βρίσκονται σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης όπως τα Τείχη με τη βυζαντινή Ακρόπολη στο Επταπύργιο, ο Ναός του Οσίου Δαβίδ (Μονή Λατόμου), ο Ναός του Αγίου Νικολάου Ορφανού, ο Ναός των Ταξιαρχών, η Μονή Βλατάδων, ο Ναός της Αγίας Αικατερίνης, ο Ναός του Προφήτη Ηλία, ο βυζαντινός λουτρώνας της πλατείας Κρίσπουστο Κουλέ Καφέ, το Αλατζά Ιμαρέτ της οδού Κασσάνδρου, ο οθωμανικός τουρμπές στην πλατεία Τερψιθέας καθώς και πλήθος κρηνών κ.ά.
    Πέρα όμως από τα μνημεία αυτά, στην περιοχή της Άνω Πόλης διασώζεται σε πολλά τμήματα ο παλιός παραδοσιακός πολεοδομικός ιστός της πόλης με τους στενούς λιθόστρωτους δρόμους, τα αδιέξοδα, τα μικρά ξέφωτα και τις πλατείες και προπαντός με τα μοναδικά σε λιτότητα, λειτουργικότητα και κομψότητα κτίσματα της Λαϊκής Μακεδονίτικης Αρχιτεκτονικής, αλλά και σπίτια οθωμανικών αρχιτεκτονικών επιρροών. Εξαίρετο δείγμα της οικιστικής ενότητας της Άνω Πόλης, αποτελούν τα Καστρόπληκτα σπίτια δηλαδή που κτίστηκαν την περίοδο των πληθυσμιακών μετακινήσεων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα (Μικρασιατική Καταστροφή και ανταλλαγή πληθυσμών), από Μικρασιάτες πρόσφυγες. Τα σπίτια αυτά εφάπτονται των βυζαντινών τειχών και καταδεικνύουν την ταχεία, πρόχειρη και ραγδαία εγκατάσταση προσφύγων στην πόλη, οι οποίοι, λόγω έλλειψης χώρου έχτισαν δίπλα στα τείχη μικρά ισόγεια σπίτια με σκοπό την στεγαστική τους εξασφάλιση.[116]

    Βορειοδυτική Θεσσαλονίκη

    Χρυσό στεφάνι μυρτιάς από κιβωτιόσχημο τάφο του τελευταίου τετάρτου του 4ου αι. π.Χ. που βρέθηκε στη Σταυρούπολη και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
    H Σκηνή Σωκράτης Καραντινόςτου Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος στη Μονή Λαζαριστών - Σταυρούπολη.
    Στο βόρειο και δυτικό τμήμα του Δήμου Θεσσαλονίκης βρίσκονται οι συνοικίες Ξηροκρήνη, Δικαστήρια, Διοικητήριο, Ιχθυόσκαλα, Λαχανόκηποι, Μπεχτσινάρι και Παναγία Φανερωμένη. Στο βόρειο και δυτικό τμήμα του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης βρίσκονται οι Αμπελόκηποι, το Ελευθέριο - Κορδελιό, η Μενεμένη, ο Εύοσμος, η Ηλιούπολη, η Σταυρούπολη, η Νικόπολη, η Νεάπολη, η Πολίχνη, τα Μετέωρα και οι Συκιές.
    Αποτελεί πύλη εισόδου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μέσω της Νέας δυτικής εισόδου και των οδών Μοναστηρίου και Λαγκαδά, συνδεόμενη με τον αυτοκινητόδρομο ΑΘΕ και την Εγνατία Οδό.
    Στην ευρύτερη βορειοδυτική πλευρά της πόλης βρίσκεται ο Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός, το εμπορικό και επιβατικό Λιμάνι της πόλης, ο Παλαιός Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης, το κεντρικό κτιριακό συγκρότημα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας στο οποίο είναι ενταγμένα τα κτίρια της παλιάς εταιρείας Φωταερίου του 1888, ο Σταθμός Υπεραστικών Λεωφορείων (ΚΤΕΛ Μακεδονία), ο μικρός Σιδηροδρομικός Σταθμός Διαλογής του 1894 που λειτουργεί σήμερα ως Σιδηροδρομικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, καθώς και το υπό ανέγερση Μουσείο Ολοκαυτώματος Ελλάδος.[117][118]
    Στην περιοχή του λιμανιού βρίσκονται πολλές ξενοδοχειακές μονάδες και αρκετά παλαιά διατηρητέα βιομηχανικά κτίσματα όπως ο Μύλος(διατηρητέος πενταόροφος αλευρόμυλος του 1924), το ΦΙΞ και η Βίλκα, τα οποία σήμερα λειτουργούν ανακαινισμένα ως πολυχώροι πολιτισμού, τo κεντρικό αντλιοστάσιο της πόλης, κτίσμα του 1894, το οποίο αποκαταστάθηκε και λειτουργεί ως Μουσείο Ύδρευσης[119] καθώς και το διατηρητέο μεγάλο πέτρινο βυρσοδεψείο του 1913 επί της οδού 26ης Οκτωβρίου το οποίο λειτουργεί ως ξενοδοχείο.[120]
    Η Μονή Λαζαριστών βρίσκεται στη Σταυρούπολη και είναι χτισμένη το 1886 από τους μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, ευρέως γνωστοί ως Λαζαριστές, από την έδρα του τάγματός τους στην εκκλησία Σεν Λαζάρ (Saint Lazare) του Παρισιού. Σήμερα οι κτιριακές εγκαταστάσεις της Μονής αποκατεστημένες, στεγάζουν δυο θεατρικές σκηνές του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και την έδρα της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης. Κάθε καλοκαίρι στο αίθριο της Μονής Λαζαριστών πραγματοποιούνται συναυλίες και παραστάσεις.
    Στη βορειοδυτική Θεσσαλονίκη βρίσκονται και άλλες πολιτιστικές υποδομές όπως το ανοικτό θέατρο Συκεών Μάνος Κατράκης, το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού Νεάπολης, το ανοικτό και το κλειστό δημοτικό θέατρο Νεάπολης αλλά και το Νέο Πολιτιστικό Κέντρο Μενεμένης, με Θέατρο και θερινό Κινηματογράφο, έργο των βραβευμένων αρχιτεκτόνων Πρόδρομου Νικηφορίδη και Bernard Cuomo (οδός Έλλης Αλεξίου)[121] κ.ά. Ο Βοτανικός Κήπος στην Άνω Ηλιούπολη περιλαμβάνει 1.000 είδη φυτών, μια όαση πρασίνου 5 στρεμμάτων ενώ το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Κορδελιού σχεδιάστηκε το 1997 και αποτελεί ένα από τα λίγα δημόσια βιοκλιματικά κτίρια της Θεσσαλονίκης.[122]
    Στα βορειοδυτικά της πόλης έχουν ανεγερθεί μνημεία προς τιμήν των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, καθώς σε αυτές της περιοχές παρουσίασαν τη σημαντικότερη δράση από όλη τη Θεσσαλονίκη: το μνημείο Εθνικής Αντίστασης Συκεών-Επταπυργίου, το μνημείο Αντιστασιακών Σταυρούπολης, το μνημείο Εθνικής Αντίστασης Επταλόφου, το Μνημείο οκτώ εκτελεσθέντων Αντιστασιακών νέων 11ης Μαΐου - Καΐστριο Πεδίο Αμπελοκήπων, το Άγαλμα αγωνιζόμενης Μάνας του Λαού στην πλατεία Επταλόφου. Στην Επτάλοφο άλλωστε, στις 15 Μαΐου 1941, ένα μήνα μετά την κατάληψη της χώρας από τους κατακτητές, ιδρύεται η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα, η "Ελευθερία", με την ομώνυμη εφημερίδα της και το πρώτο παράνομο τυπογραφείο της πόλης της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Επταλόφου.[123]
    Σημαντικό μνημείο αποτελούν και τα Συμμαχικά Κοιμητήρια, ή αλλιώς Κοιμητήρια του Ζέιτενλικ, στην οδό Λαγκαδά, όπου βρίσκονται θαμμένοι στρατιώτες από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

    Νοτιοανατολική Θεσσαλονίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Η νοτιοανατολική Θεσσαλονίκη περιλαμβάνει τις περιοχές: Αγία Τριάδα, Φάληρο, Ανάληψη, Ντεπώ, Χαριλάου, ΤούμπαΣαράντα Εκκλησιές, Ευαγγελίστρια, Τριανδρία, Πυλαία και Καλαμαριά. Στη σημερινή οδό Βασιλίσσης Όλγας (την παλαιά Οδό Εξοχών) διατηρούνται πολλά αρχοντικά, κτισμένα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Στην οδό Μαρίας Κάλλας βρίσκονται τα δύο κτίρια του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, οι Μύλοι Αλλατίνι, το Ποσειδώνιο Κολυμβητήριο και ο Ναός του Αγίου Φωτίου.
    Οι συνοικίες της Νέας Κρήνης και της Αρετσούς αποτελούν το νοτιότερο παραθαλάσσιο τμήμα του δήμου Καλαμαριάς. Στην υποβαθμισμένη και βαλτώδη περιοχή της Καλαμαριάς εγκαταστάθηκαν κατά κύματα προσφυγικοί πληθυσμοί, αρχικά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μετέπειτα με την ανταλλαγή πληθυσμών. Σήμερα αποτελεί πλεόν μια πυκνοδομημένη περιοχή και σε αυτήν βρίσκεται το πρώην στρατόπεδο Μακεδονομάχου Κόδρα, το γήπεδο του Απόλλωνα Καλαμαριάς και το Κυβερνείο ή Παλατάκι, παλαιό τοπικό ανάκτορο των Ελλήνων Βασιλέων.
    Η απαρχή του οικισμού της Πυλαίας εντοπίζεται στη Βυζαντινή εποχή οπότε και ονομαζόταν Στρέψα. Μετά την οθωμανική κατάκτηση της Θεσσαλονίκης ονομάστηκε Καπουτζήδα, από τους "Καπουτζήδες" (τούρκικαkapıcı), τους εργαζόμενους δηλαδή των τειχών της Θεσσαλονίκης. Μετά την επέκταση της πόλης ενώθηκε σταδιακά με το πολεοδομικό συγκρότημα.[124]
    Χρυσό στεφάνι μυρτιάς από κιβωτιόσχημο τάφο του τελευταίου τετάρτου του 4ου αι. π.Χ. που βρέθηκε στη Σταυρούπολη και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
    H Σκηνή Σωκράτης Καραντινόςτου Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος στη Μονή Λαζαριστών - Σταυρούπολη.
    Στο βόρειο και δυτικό τμήμα του Δήμου Θεσσαλονίκης βρίσκονται οι συνοικίες Ξηροκρήνη, Δικαστήρια, Διοικητήριο, Ιχθυόσκαλα, Λαχανόκηποι, Μπεχτσινάρι και Παναγία Φανερωμένη. Στο βόρειο και δυτικό τμήμα του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης βρίσκονται οι Αμπελόκηποι, το Ελευθέριο - Κορδελιό, η Μενεμένη, ο Εύοσμος, η Ηλιούπολη, η Σταυρούπολη, η Νικόπολη, η Νεάπολη, η Πολίχνη, τα Μετέωρα και οι Συκιές.
    Αποτελεί πύλη εισόδου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μέσω της Νέας δυτικής εισόδου και των οδών Μοναστηρίου και Λαγκαδά, συνδεόμενη με τον αυτοκινητόδρομο ΑΘΕ και την Εγνατία Οδό.
    Στην ευρύτερη βορειοδυτική πλευρά της πόλης βρίσκεται ο Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός, το εμπορικό και επιβατικό Λιμάνι της πόλης, ο Παλαιός Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης, το κεντρικό κτιριακό συγκρότημα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας στο οποίο είναι ενταγμένα τα κτίρια της παλιάς εταιρείας Φωταερίου του 1888, ο Σταθμός Υπεραστικών Λεωφορείων (ΚΤΕΛ Μακεδονία), ο μικρός Σιδηροδρομικός Σταθμός Διαλογής του 1894 που λειτουργεί σήμερα ως Σιδηροδρομικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, καθώς και το υπό ανέγερση Μουσείο Ολοκαυτώματος Ελλάδος.[117][118]
    Στην περιοχή του λιμανιού βρίσκονται πολλές ξενοδοχειακές μονάδες και αρκετά παλαιά διατηρητέα βιομηχανικά κτίσματα όπως ο Μύλος(διατηρητέος πενταόροφος αλευρόμυλος του 1924), το ΦΙΞ και η Βίλκα, τα οποία σήμερα λειτουργούν ανακαινισμένα ως πολυχώροι πολιτισμού, τo κεντρικό αντλιοστάσιο της πόλης, κτίσμα του 1894, το οποίο αποκαταστάθηκε και λειτουργεί ως Μουσείο Ύδρευσης[119] καθώς και το διατηρητέο μεγάλο πέτρινο βυρσοδεψείο του 1913 επί της οδού 26ης Οκτωβρίου το οποίο λειτουργεί ως ξενοδοχείο.[120]
    Η Μονή Λαζαριστών βρίσκεται στη Σταυρούπολη και είναι χτισμένη το 1886 από τους μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, ευρέως γνωστοί ως Λαζαριστές, από την έδρα του τάγματός τους στην εκκλησία Σεν Λαζάρ (Saint Lazare) του Παρισιού. Σήμερα οι κτιριακές εγκαταστάσεις της Μονής αποκατεστημένες, στεγάζουν δυο θεατρικές σκηνές του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και την έδρα της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης. Κάθε καλοκαίρι στο αίθριο της Μονής Λαζαριστών πραγματοποιούνται συναυλίες και παραστάσεις.
    Στη βορειοδυτική Θεσσαλονίκη βρίσκονται και άλλες πολιτιστικές υποδομές όπως το ανοικτό θέατρο Συκεών Μάνος Κατράκης, το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού Νεάπολης, το ανοικτό και το κλειστό δημοτικό θέατρο Νεάπολης αλλά και το Νέο Πολιτιστικό Κέντρο Μενεμένης, με Θέατρο και θερινό Κινηματογράφο, έργο των βραβευμένων αρχιτεκτόνων Πρόδρομου Νικηφορίδη και Bernard Cuomo (οδός Έλλης Αλεξίου)[121] κ.ά. Ο Βοτανικός Κήπος στην Άνω Ηλιούπολη περιλαμβάνει 1.000 είδη φυτών, μια όαση πρασίνου 5 στρεμμάτων ενώ το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Κορδελιού σχεδιάστηκε το 1997 και αποτελεί ένα από τα λίγα δημόσια βιοκλιματικά κτίρια της Θεσσαλονίκης.[122]
    Στα βορειοδυτικά της πόλης έχουν ανεγερθεί μνημεία προς τιμήν των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, καθώς σε αυτές της περιοχές παρουσίασαν τη σημαντικότερη δράση από όλη τη Θεσσαλονίκη: το μνημείο Εθνικής Αντίστασης Συκεών-Επταπυργίου, το μνημείο Αντιστασιακών Σταυρούπολης, το μνημείο Εθνικής Αντίστασης Επταλόφου, το Μνημείο οκτώ εκτελεσθέντων Αντιστασιακών νέων 11ης Μαΐου - Καΐστριο Πεδίο Αμπελοκήπων, το Άγαλμα αγωνιζόμενης Μάνας του Λαού στην πλατεία Επταλόφου. Στην Επτάλοφο άλλωστε, στις 15 Μαΐου 1941, ένα μήνα μετά την κατάληψη της χώρας από τους κατακτητές, ιδρύεται η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα, η "Ελευθερία", με την ομώνυμη εφημερίδα της και το πρώτο παράνομο τυπογραφείο της πόλης της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Επταλόφου.[123]
    Σημαντικό μνημείο αποτελούν και τα Συμμαχικά Κοιμητήρια, ή αλλιώς Κοιμητήρια του Ζέιτενλικ, στην οδό Λαγκαδά, όπου βρίσκονται θαμμένοι στρατιώτες από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

    Νοτιοανατολική Θεσσαλονίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Η νοτιοανατολική Θεσσαλονίκη περιλαμβάνει τις περιοχές: Αγία Τριάδα, Φάληρο, Ανάληψη, Ντεπώ, Χαριλάου, ΤούμπαΣαράντα Εκκλησιές, Ευαγγελίστρια, Τριανδρία, Πυλαία και Καλαμαριά. Στη σημερινή οδό Βασιλίσσης Όλγας (την παλαιά Οδό Εξοχών) διατηρούνται πολλά αρχοντικά, κτισμένα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Στην οδό Μαρίας Κάλλας βρίσκονται τα δύο κτίρια του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, οι Μύλοι Αλλατίνι, το Ποσειδώνιο Κολυμβητήριο και ο Ναός του Αγίου Φωτίου.
    Οι συνοικίες της Νέας Κρήνης και της Αρετσούς αποτελούν το νοτιότερο παραθαλάσσιο τμήμα του δήμου Καλαμαριάς. Στην υποβαθμισμένη και βαλτώδη περιοχή της Καλαμαριάς εγκαταστάθηκαν κατά κύματα προσφυγικοί πληθυσμοί, αρχικά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μετέπειτα με την ανταλλαγή πληθυσμών. Σήμερα αποτελεί πλεόν μια πυκνοδομημένη περιοχή και σε αυτήν βρίσκεται το πρώην στρατόπεδο Μακεδονομάχου Κόδρα, το γήπεδο του Απόλλωνα Καλαμαριάς και το Κυβερνείο ή Παλατάκι, παλαιό τοπικό ανάκτορο των Ελλήνων Βασιλέων.
    Η απαρχή του οικισμού της Πυλαίας εντοπίζεται στη Βυζαντινή εποχή οπότε και ονομαζόταν Στρέψα. Μετά την οθωμανική κατάκτηση της Θεσσαλονίκης ονομάστηκε Καπουτζήδα, από τους "Καπουτζήδες" (τούρκικαkapıcı), τους εργαζόμενους δηλαδή των τειχών της Θεσσαλονίκης. Μετά την επέκταση της πόλης ενώθηκε σταδιακά με το πολεοδομικό συγκρότημα.[124]

    Προάστια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Προάστια θεωρούνται οι παρακάτω Δήμοι και περιοχές, συνολικού πληθυσμού 223.106 κατοίκων, κατά την Απογραφή του 2011:
    Το ΠΣΘ και τα προάστια.
    ΔήμοςΈδραΔημοτικές ενότητεςΠληθυσμός
    1Δήμος Πυλαίας-Χορτιάτη*ΠανόραμαΠανόραμα, Χορτιάτης35.485*
    2Δήμος ΔέλταΣίνδοςΑξιός, Εχέδωρος, Χαλάστρα45.839
    3Δήμος ΘερμαϊκούΠεραίαΕπανομή, Θερμαϊκός, Νέα Μηχανιώνα50.264
    4Δήμος ΘέρμηςΘέρμηΒασιλικά, Θέρμη, Μίκρα53.201
    5Δήμος ΩραιοκάστρουΩραιόκαστροΚαλλιθέα, Μυγδονία, Ωραιόκαστρο38.317
    • Στο Δήμο Πυλαίας-Χορτιάτη ως προάστια θεωρούνται οι Δημοτικές Ενότητες Χορτιάτη και Πανοράματος, οι οποίες δεν περιελήφθησαν στον ανωτέρω Πίνακα πληθυσμών του Π.Σ.Θ.
    Το 2004, η απογραφή της Eurostat για των "Ευρύτερων Αστικών Περιοχών" (αγγλικά: Larger Urban Zones - LUZ), σε μια προσπάθεια εναρμόνισης των ορισμών της αστικοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπολόγισε 995.766 κατοίκους για την Θεσσαλονίκη.

    Μνημεία

    Η Θεσσαλονίκη απαριθμεί μνημεία[125] από όλο το φάσμα του ιστορικού χρόνου, με πλειάδα ρωμαϊκών, πρωτοχριστιανικών και βυζαντινών. Ένα πολύ γνωστό μνημείο και σύμβολο της Θεσσαλονίκης είναι ο Λευκός Πύργος. Άλλα σημαντικά μνημεία είναι η ρωμαϊκή Αγορά (φόρουμ), η Αψίδα του Γαλέριου (Καμάρα) και το μαυσωλείο του (Ροτόντα-Άγιος Γεώργιος), η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, τα τείχη της και πλήθος άλλων βυζαντινών εκκλησιών.

    Ρωμαϊκή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Ρωμαϊκή Αγορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Μία από της μαγεμένες.
    Άποψη της ρωμαϊκής αγοράς.
    Η ρωμαϊκή Αγορά (φόρουμ) είναι έργο του 2ου-3ου αιώνα μ.Χ., και η στοά της ήταν διπλή, με κίονες που είχαν ανάγλυφες παραστάσεις (σήμερα φυλάσσονται στο Λούβρο). Σήμερα διοργανώνονται εκθέσεις εντός της Κρυπτής Στοάς. Αξιόλογα είναι η πλατεία, τα λουτρά και το ωδείο, που χρησιμοποιείται ως θερινό θέατρο. Στην αγορά υπήρχε μια συστοιχία κιόνων που αποτελούνταν από οκτώ ειδώλεια. Τα αγάλματα αυτά ήταν της Μαινάδας, του Διονύσου, της Αριάδνης, της Λήδας, του Γανυμήδη, του Διόσκουρου, της Αύρας και της Νίκης και ήταν γνωστά στους Θεσσαλονικείς ως οι "μαγεμένες". Οι μαγεμένες (las incantadas στα ισπανοεβραϊκά) μεταφέρθηκαν στο μουσείο του Λούβρου το 1864 από τον Γάλλο παλαιογράφο Εμμανουέλ Μιλέρ, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.

    Γαλεριανό συγκρότημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Το Γαλεριανό συγκρότημα συναποτελείται από τέσσερα μνημεία.
    • Η Ροτόντα είναι κυκλικό κτήριο, με διάμετρο γύρω στα 24μ. Καλύπτεται από ημισφαιρικό τρούλο και κτίστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. για να χρησιμοποιηθεί ως ναός ή μαυσωλείο του Γαλέριου. Επί Αυτοκράτορα Θεοδόσιου μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Σήμερα χρησιμοποιείται ως μουσειακός χώρος.
    • Η Αψίδα του Γαλέριου χτίστηκε λίγο πριν από το 305 μ.Χ. και λέγεται επίσης Καμάρα. Δίπλα στο σωζόμενο τόξο υπήρχε ένα ακόμα ίδιο, στο σημείο όπου η θριαμβευτική πομπή από τα ανάκτορα συναντούσε τον πλέον πολυσύχναστο δρόμο στη Θεσσαλονίκη. Στα ανάγλυφα απεικονίζεται η νίκη των Ρωμαίων επί των Περσών.
    • Τα Ανάκτορα του Γαλέριου κτίστηκαν επίσης στις αρχές του 4ου αιώνα στο κέντρο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης. Σήμερα σώζεται κτηριακό συγκρότημα με δύο ορόφους και με τετράγωνη ανοικτή αυλή. Το Οκτάγωνο βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική άκρη των ανακτόρων του Γαλέριου. Το μεγάλο κτήριο κοσμείται από ορθομαρμαρώσεις και ψηφιδωτά δάπεδα, όπου ίσως βρισκόταν η αίθουσα του θρόνου.
    • Ο Ιππόδρομος βρισκόταν δίπλα στα ανατολικά τείχη της πόλης (σημερινή Πλατεία Ιπποδρoμίου). Είχε μήκος 500 μέτρα και πλάτος 125. Λειτουργούσε μέχρι και τον 7ο αιώνα μ.Χ. Σ’ αυτόν έγινε η σφαγή 7.000 Θεσσαλονικέων το 390 μ.Χ. μετά από εντολή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου. Σήμερα, η Πλατεία Ιπποδρομίου διασώζει το όνομα αλλά παραπέμπει και με το μακρόστενο σχήμα της στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης του οποίου σώζονται ελάχιστα τμήματα, διατηρημένα στα υπόγεια των παρακείμενων πολυκατοικιών.
    • Ναός Αφροδίτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Ο υστεροαρχαϊκός ναός της Αφροδίτης είχε αρχικά κτισθεί στην περιοχή της σημερινής Νέας Μηχανιώνας αλλά στους πρώιμους αυτοκρατορικούς χρόνους μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονικη και συγκεκριμένα στην περιοχή των ιερών (σημερα περιοχή Διοικητηρίου). Για τον λόγο αυτό οι αρχαιολόγοι τον κατέταξαν στην κατηγορία των περιπλανώμενων ναών ενώ εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο ναός χρησιμοποιήθηκε ως ναός αυτοκρατορικής λατρείας. Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ναού είναι ορατά στην Πλατεία Αντιγονιδών (στη διασταύρωση των οδών Κρυστάλλη και Διοικητηρίου) ενώ πολλά ιωνικά αρχιτεκτονικά μέλη του εκτείθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.[126]

      Βυζαντινή Θεσσαλονίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Οχυρωματικά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Τα οχυρωματικά τείχη κατασκευάστηκαν από το Θεοδόσιο τον Μεγάλο, τον 4ο αιώνα. Επισκευάστηκαν πολλές φορές για να αντέξουν στις βαρβαρικές επιδρομές. Σήμερα από τα Βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης σώζεται όλο το μήκος των δυτικών τειχών και της Άνω Πόλης καθώς και κατάλοιπα των ανατολικών τειχών. Εφαπτόμενος των τειχών είναι ο Πύργος της Αλύσεως ή Πύργος του Τριγωνίου, κυκλικός πύργος του 15ου αι., στην σημερινή οδό Επταπυργίου. Το Επταπύργιο (ή Γεντί Κουλέ), αποτελεί την βυζαντινή οχυρωμένη ακρόπολη της Θεσσαλονίκης και είναι ένα συγκρότημα από επτά πύργους που χρονολογείται από τον 4ο αιώνα. Στο κτιριακό συγκρότημα περιλαμβάνεται το βυζαντινό φρούριο και οι νεότερες προσθήκες των φυλακών, που καταργήθηκαν το 1984 και μεταφέρθηκαν το 1989.

      Βυζαντινοί ναοί και μοναστήρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Μνημείο Παγκόσμιας
      Κληρονομιάς της UNESCO
      Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης
      Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
      THES Panaghia Chalkeon 5944.JPG
      Χώρα μέλοςFlag of Greece.svg Ελλάδα
      ΤύποςΠολιτισμικό
      Κριτήριαi, ii, iv
      Ταυτότητα456
      ΠεριοχήΕυρώπη και Βόρειος Αμερική
      Ιστορικό εγγραφής
      Εγγραφή1988 (12η συνεδρίαση)
      Χάρτης με τα μνημεία του ιστορικού κέντρου.
      Οι βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλονίκης αποτελούν σημαντικό δείγμα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής και τέχνης των πρώιμων χριστιανικών χρόνων και της Βυζαντινής Περιόδου. Ο πιο αντιπροσωπευτικός είναι ο Ναός του Αγίου Δημητρίου, που κτίστηκε τον 7ο αιώνα στα ερείπια παλαιότερου ναού. Καταστράφηκε από πυρκαγιά, αναστηλώθηκε και επαναλειτούργησε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Άλλοι παλαιοχριστιανικοί και βυζαντινοί ναοί της πόλης είναι:
      • Η Αγία Αικατερίνη που χτίστηκε τον 14ου αιώνα σε ρυθμό σταυροειδούς τετρακίονου με τρούλο. Σώζονται στο εσωτερικό του ναού ίχνη τοιχογραφιών.
      • Η Αγία Σοφία που οικοδομήθηκε τον 7ο αιώνα στη θέση παλαιότερης πεντάκλιτης βασιλικής. Ο τρούλος της διαθέτει ψηφιδωτό διάκοσμο, όπου απεικονίζεται η Θεία Ανάληψη.
      • Οι Άγιοι Απόστολοι χρονολογείται από τις αρχές του 14ου αιώνα και αποτελούσε καθολικό μονής που ίδρυσε ο πατριάρχης Νήφων Α΄. Πρόκειται για πεντάτρουλο ναό με νάρθηκα. Στο εσωτερικό του ναού σώζονται σημαντικά ψηφιδωτά και τοιχογραφίες.
      • Ο Άγιος Νικόλαος Ορφανός κτίστηκε το 14ο αιώνα ως καθολικό μονής και σώζονται τοιχογραφίες σε καλή κατάσταση.
      • Ο Άγιος Παντελεήμων του 14ου αιώνα, που αποτελούσε παλιότερα καθολικό μονής. Κτήτοράς του ήταν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ισαάκ. Είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος τετρακίονος με τρούλο. Διασώζονται λίγες τοιχογραφίες.
      • Η Παναγία Αχειροποίητος είναι τρίκλιτη βασιλική που χτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα. Διαθέτει τοιχογραφίες του 13ου αιώνα.
      • Η Μονή Βλατάδων είναι καθολικό μονής και κτίστηκε το 14ο αιώνα από το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δωρόθεο Βλάτη. Από τον αρχικό ναό σώζεται μόνο το ιερό και ο κυρίως ναός.
      • Ο Ναός του Σωτήρος οικοδομήθηκε γύρω στα 1340 ως ταφικό παρεκκλήσιο. Είναι τετράγωνος ναός με τρούλο. Διασώζονται τοιχογραφίες.
      • Ο Όσιος Δαβίδ, που βρίσκεται στην Άνω Πόλη και χρονολογείται από τον 5ο αιώνα. Παλιά ήταν καθολικό της Μονής Λατόμου. Διαθέτει τοιχογραφίες και ένα σημαντικό ψηφιδωτό που παριστάνει το όραμα του Ιεζεκιήλ.
      • Η Παναγία των Χαλκέων οικοδομήθηκε το 1028 και που είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο. Οφείλει την ονομασία της επειδή επί Τουρκοκρατίας λειτουργούσαν εκεί πολλά χαλκωματάδικα. Σώζονται τοιχογραφίες, κυρίως στη δυτική πλευρά του.
      • Ο ναός του Προφήτη Ηλία κτίστηκε το 14ο αιώνα και ήταν καθολικό μονής. Διαθέτει τοιχογραφίες που δεν είναι σε καλή κατάσταση.
      Εκτός των παραπάνω ναών που βρίσκονται σε χρήση στη Θεσσαλονίκη έχουν βρεθεί μετά από ανασκαφές αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και άλλων ναών όπως[127]:
      • Χριστιανικός ναός του πρώτου μισού του 5ου αιώνα μ.Χ. στη συμβολή των οδών Λαγκαδά και Αγίου Δημητρίου, πιθανώς κοιμητηριακού χαρακτήρα.
      • Παλαιοχριστιανική βασιλική του 6ου αιώνα μ.Χ. στην Ξηροκρήνη (εντοπίστηκε στην οδό Μαργαροπούλου 20 – πίσω από τον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό). Οι δύο αυτοί ναοί πιθανον συνδέονται με τη μνήμη του αγίου Νέστορα ή των τριών αδελφών μαρτύρων Αγάπης, Ειρήνης και Χιονίας καθώς το μαρτύριο των τεσσάρων αγίων συνδέεται με την περιοχή.
      • Παλαιοχριστιανικός ναός στην Πλατεία Δημοκρατίας, ο οποίος ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές του Μετρό και βρίσκεται παρυφές του δυτικού αρχαίου νεκροταφείου.
      • Ναός στην Πλατεία Συντριβανίου, ο οποίος ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές του Μετρό και βρίσκεται παρυφές του ανατολικού νεκροταφείου.
      • Ναός του Αγίου Μερκουρίου ή του Αγίου Θεοδώρου, κατάλοιπα του οποίου διασώζονται στο υπόγειο του σύγχρονου ναού Αγίων Θεοδώρων και Αγίας Αναστασίας Συκεών.
      • Βασιλική που βρέθηκε κατά την κατασκευή της σημερινής οδού Γ' Σεπτεμβρίου.

      Βυζαντινά λουτρά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Το μοναδικό σωζόμενο βυζαντινό λουτρό βρίσκεται στην πλατεία Κουλέ Καφέ, στην Άνω Πόλη. Χρονολογείται από το 13ο αιώνα και είναι στεγασμένο με τρούλο και καμάρες.
    • Βυζαντινά Συστήματα Ύδρευσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Για την ύδρευση της πόλης χρησιμοποιούνταν κινστέρνες (κτιστές δεξαμενές) για τη συλλογή του πόσιμου ύδατος, οι οποίες διασώζονται σε διάφορα σημεία. Η κινστέρνα του βυζαντινού μοναστηριού των Βλατάδων αλλά και η κινστέρνα δίπλα στον Ναό των Αγίων Αποστόλων (που αποτελούσε μονή επί Βυζαντίου), διατηρούνται έως σήμερα. Επίσης κινστέρνες βρίσκονται στη συμβολή των οδών Ολυμπιάδος και Αγίας Σοφίας αλλά και στο υπόγειο σύγχρονου κτίσματος στην οδό Τσιμισκή 48, εκεί που στα βυζαντινά χρόνια υπήρχε η μονή της Παναγίας Ελεούσας[128]. Στην σημερινή περιοχή της Πολίχνης διατηρούνται πέντε βυζαντινοί νερόμυλοι, που αποτελούσαν την πιο κοινή μηχανή του Βυζαντίου και η οικονομική τους σημασία ήταν μεγάλη. Το υδρομυλικό σύστημα αναπτύχθηκε κατά μήκος του ρέματος, το οποίο πήγαζε από το όρος Χορτιάτης και κατέληγε στον Θερμαϊκό Κόλπο[129].

      Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Οχυρωματικά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης δεσπόζει ο Λευκός Πύργος, που χτίστηκε μετά την άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς[130] (1430) και αποτελούσε μέρος της οχύρωσης της πόλης. Ο πύργος είναι κυκλικός, ύψους 37 μέτρων και έλαβε το προσωνύμιο "Πύργος του Αίματος" επειδή χρησιμοποιούνταν ως φυλάκιο για τη φρουρά και φυλακή (λειτουργούσε ως φυλακή για τους Γενίτσαρους). Σήμερα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος και στεγάζει τη μόνιμη έκθεση που αφορά τη Θεσσαλονίκη από την εποχή της ίδρυσής της το 316/15 π.Χ. μέχρι τις μέρες μας. Άλλο οχυρωματικό έργο είναι το Φρούριο Βαρδαρίου που περιλαμβάνει εξάπλευρο πύργο οκτώ μέτρων, γνωστό ως Τοπ Χανέ, οικοδομημένο το 1546. Βρίσκεται στην περιοχή Βαρδαρίου εκεί όπου υπήρχε επί ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής η Πύλη Αξιού.

      Οθωμανικά Τεμένη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Δύο από τα σωζόμενα μουσουλμανικά τεμένη της Τουρκοκρατίας είναι το Αλατζά Ιμαρέτ, που χτίστηκε το 1484 και το Χαμζά Μπέη Τζαμί, που οικοδομήθηκε το 1467 και ανοικοδομήθηκε το 1620. Το πρώτο μιμείται τη βυζαντινή αρχιτεκτονική ως προς την τοιχοδομία και έλαβε το όνομά του επειδή κοντά στο τζαμί λειτουργούσε πτωχοκομείο (ιμαρέτ) και σήμερα χρησιμοποιείται από τη ΔΕΘ. Το Χαμζά Μπέη Τζαμί το οποίο μέχρι πριν από λίγα χρόνια στέγαζε διάφορα καταστήματα και κινηματογράφο, σήμερα βρίσκεται σε φάση συντήρησης και ανάδειξης ώστε να στεγάσει προσεχώς αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης.
      Ένα ακόμα σημαντικό μνημείο αυτής της περιόδου είναι το Γενί Τζαμί, που κτίστηκε το 1902 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Vitaliano Poselli και χρησίμευε ως τόπος λατρείας για τους Εβραίους που είχαν εξισλαμιστεί, τους επονομαζόμενους ντονμέδες (Donmeh). Έχει δύο ορόφους και συμβαδίζει με την εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα. Μετά την απέλαση των Ντονμέδων (1924) στο κτήριο στεγάστηκε το νεοσύστατο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, έως ότου μεταφερθεί στο νέο του κτήριο στη Λεωφόρο Στρατού. Σήμερα χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος.
      Τέλος, στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά σώζεται και το τζαμί του Λεμπέτ, το οποίο χτίστηκε για τους εγκλείστους μουσουλμάνους στο στρατόπεδο. Το κτίριο τη δεκαετία του 1990 στα πλαίσια της διάνοιξης της οδού Λαγκαδά, μεταφέρθηκε βορειότερα κατά 12 με 15 μέτρα.
      Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 κατεδαφίστηκαν όλα τα μουσουλμανικά τεμένη της Θεσσαλονίκης εκτός από τα τέσσερα προαναφερθέντα (Χαμζά Μπέη ΤζαμίΓενί ΤζαμίΑλατζά ΙμαρέτΤζαμί του Λεμπέτ), ενώ το 1925 όλοι οι μιναρέδες εκτός αυτού της Ροτόντας, στα πλαίσια του "εξευρωπαϊσμού" της πόλης.

      Λουτρά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Το 1444 κτίστηκε το πρώτο οθωμανικό λουτρό στη Θεσσαλονίκη, το Μπέη Χαμάμ (Λουτρά Παράδεισος) το οποίο είναι και το μεγαλύτερο στην Ελλάδα.[131] Το κτήριο αποκαταστάθηκε πρόσφατα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και είναι επισκέψιμο. Άλλα σωζόμενα λουτρά της εποχής της Τουρκοκρατίας είναι το Πασά Χαμάμ (Λουτρά Φοίνιξ) στην περιοχή των Δώδεκα Αποστόλων, το Γιαχουντί Χαμάμ (Λουτρό των Εβραίων) στην περιοχή Λουλουδάδικα, αμφότερα του 16ου αιώνα, και το Γενί Χαμάμ (γνωστό και ως Αίγλη).

      Μεταβυζαντινοί ναοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Ο μεταβυζαντινός ναός της Νέας Παναγίας που κτίσθηκε το 1727.
      Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα (και πριν την Απελευθέρωση του 1912) κτίσθηκαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης ναοί (λεγόμενοι μεταβυζαντινοί) όπως ο Άγιος Μηνάς, η Νέα Παναγία, ο Άγιος Αντώνιος, η Υπαπαντή, η Παναγούδα (Παναγία Γοργοεπήκοος), ο Άγιος Χαράλαμπος, ο Άγιος Αθανάσιος, η Αγία Παρασκευή Ξηροκρήνης και η Παναγία Λαοδηγήτρια. Ακόμη την ίδια περίοδο κτίσθηκαν ο Άγιος Κωνσταντίνος Ιπποδρομίου, ο Άγιος Υπάτιος (στη θέση του οποίου κτίσθηκε η Παναγία Δέξια), η Αγία Θεοδώρα, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Άγιος Δημήτριος τότε) και Άγιος Νικόλαος στην πλατεία της Αρχαίας Αγοράς (που κάηκε κατα την πυρκαγιά του 1917) και σήμερα στη θέση τους βρίσκονται νέοι ναοί που ξανακτίσθηκαν μετά το 1950.[132][133]

      Άλλα μνημεία της Οθωμανικής περιόδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Το μπεζεστένι Θεσσαλονίκης.
      Κύριο λήμμα: Μονή Λαζαριστών
      Αξίζει να αναφερθεί στα μνημεία της περιόδου και η σκεπαστή αγορά υφασμάτων (Μπεζεστένι), (τουρκ.bezesten), που χρονολογείται από τα τέλη του 15ου αιώνα. Είναι ένα από τα δύο σωζόμενα σήμερα μπεζεστένια στην Ελλάδα (το άλλο μπεζεστένι βρίσκεται στις Σέρρες). Το μπεζεστένι και σήμερα στεγάζει μικρά καταστήματα με υφάσματα.
      Στην Άνω Πόλη (πλατεία Τερψιθέας) βρίσκεται ο Τουρμπές Μουσά Μπαμπά, ο οποίος είναι ένα οθωμανικό ταφικό μνημείο / μαυσωλείο (δηλαδή τουρμπές) και χρονολογείται από το 16ο αιώνα. Το σχήμα του είναι οκταγωνικό και εκεί βρίσκεται θαμμένος ο Μουσά Μπαμπά, ένας άγιος μουσουλμάνος μπαμπά του τάγματος των Μπεκτασήδων δερβίσηδων. Η σημερινή αυλή της Τερψιθέας στο παρελθόν αποτελούσε την αυλή ενός τεκέ (μοναστηριού Μπεκτασήδων Δερβίσηδων).[134][135]
      Στο νοτιανατολικό τμήμα της παλιάς πόλης, νότια της οδού Τσιμισκή και σε μικρή απόσταση από την θάλασσα και τον Λευκό Πύργο βρίσκεται ο ναός της Νέας Παναγίας ένα κεραμοσκεπές κτίσμα που κτίσθηκε μετά το 1727.
      Στη Σταυρούπολη κτίσθηκε το 1886 η Μονή Λαζαριστών, από μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, ευρέως γνωστοί ως Λαζαριστές. Σήμερα το κτιριακό συγκρότημα στεγάζει δυο θεατρικές σκηνές του Κρατικού Θεάτρου της Βορείου Ελλάδος καθώς και το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
      Το Νοσοκομείο "Άγιος Δημήτριος" χτίστηκε περί το 1900, πιθανώς σε σχέδια του Βιταλιάνο Ποζέλι που διέπονται από απόλυτη συμμετρία. Οι αυθεντικές αρχές είναι κλασικιστικές, ενώ χρησιμοποιούνται στοιχεία από τον Κλασικισμό και την Αναγέννηση. Το ιστορικό κτίριο του Νοσοκομείου μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο έργο τέχνης.[136]
      Στη περιοχή Ντεπό, επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας βρίσκεται η τριώροφη Βίλα Αλλατίνι του 19ου αιώνα, ιδιοκτησίας των Εβραίων Θεσσαλονικέων βιομηχάνων Αλλατίνι, στην οποία το 1909 φιλοξενήθηκε ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ κατά τη διάρκεια της εξορίας του στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από το Κίνημα των Νεοτούρκων στη Κωνσταντινούπολη. Σήμερα η Βίλα Αλλατίνι στεγάζει υπηρεσίες της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
      Άλλες πολυτελείς επαύλεις, που κτίσθηκαν πριν την Απελευθέρωση της πόλης στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι η Βίλα Πετρίδη, η Κάζα Μπιάνκα και η Βίλα Μορντώχ που αποκαταστάθηκαν και σήμερα στεγάζουν εκθέσεις και πολιτιστικές δράσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης.[137][138][139][140][141]

      Σύγχρονα μνημεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Το Μέγαρο Μουσικής στη Νέα Παραλία.
      Διακοσμητική κατασκευή ημισελήνου στη νέα παραλία.
      Η πρώτη μεγάλη νεότερη μνημειακή αστική παρέμβαση στην πόλη έγινε μετά την πυρκαγιά του 1917. Στα πλαίσια της αστικής ανάπλασης δημιουργήθηκε η Πλατεία Αριστοτέλους, σχεδιασμένη από τον Γάλλο αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Ερνέστ Εμπράρ με τον κύριο άξονά της κάθετο προς τη θάλασσα και στοές με νεοβυζαντινά χαρακτηριστικά.
      Από τα σύγχρονα μνημεία της συμπρωτεύουσας το πλέον αναγνωρίσιμο είναι ο Πύργος του ΟΤΕ, έργο του αρχιτέκτονα Αθανασιάδη, στην είσοδο της ΔΕΘ. Κτίστηκε το 1969 για να στεγάσει το περίπτερο του ΟΤΕ. Η ΔΕΘ/Helexpo αποτελεί συγκρότημα εκθεσιακών περιπτέρων και τα κτήρια ακολουθούν τις σύγχρονες τάσεις της αρχιτεκτονικής.
      Στη Νέα Παραλία βρίσκεται σε περίοπτη θέση ο ανδριάντας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος ανεγέρθηκε το 1970, στην Πλατεία Αγίας Σοφίας ο ανδριάντας του Χρυσοστόμου Σμύρνης, έργο του Απάρτη, και στην Πλατεία Ελευθερίας το μνημείο του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Στο νοτιοανατολικό άκρο της Νέας Παραλίας κτίσθηκε το πρώτο κτίριο Μ1 του Μεγάρου Μουσικής με αρχιτεκτονικές αναφορές στο σχήμα της βυζαντινής βασιλικής ενώ το κτίριο Μ2 είναι σχεδιασμένο από τον Ιάπωνα αρχιτέκτονα Αράτα Ισοζάκι και αποτελεί δείγμα του μοντέρνου αρχιτεκτονικού ρεύματος.
      Τα χαρακτηριστικότερα γλυπτά της πόλης αποτελούν το Γλυπτό ΔΕΘ στην Πλατεία Συντριβανίου και οι Ομπρέλες (1997) στη Νέα Παραλία, αμφότερα έργα του Γιώργου Ζογγολόπουλου.
      Σημαντικά σύγχρονα αρχιτεκτονικά μνημεία χαρακτηρίζονται τα κτίρια του Α.Π.Θ. που ανήκουν στο μοντέρνο κίνημα της αρχιτεκτονικής (Πολυτεχνική Σχολή, Αίθουσα Τελετών Πολυτεχνείου, Θεολογική Σχολή, Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Κεντρική Βιβλιοθήκη, κτίριο Διοίκησης και Αίθουσα Τελετών Α.Π.Θ). Κηρυγμένα επισήμως ως διατηρητέα μνημεία νεότερης κληρονομιάς είναι τα κτίρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (1962 - του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού) και του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού (1994 - του αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου).
    • Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Μουσεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Στεγάζει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές αρχαιοτήτων της Μακεδονίας, από την προϊστορική περίοδο έως τη ρωμαϊκή εποχή.
      Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Μουσείου το 2005 από το Συμβούλιο της Ευρώπης και φιλοξενεί μια πλούσια συλλογή έργων και κειμηλίων βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης.
      Αποτελεί το μουσείο της πόλεως της Θεσσαλονίκης.
      Υπόσκαφο Μουσείο στην Αρχαία Αγορά το οποίο στεγάζει ευρήματα του χώρου.
      Αποτελεί σημείο αναφοράς για τον Μακεδονικό Αγώνα και στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο του τότε Ελληνικού Προξενείου.
      Το λαογραφικό μουσείο της πόλης, με εκθέματα του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού της Βορείου Ελλάδος.
      Στεγάζει μια από της σημαντικότερες συλλογές σύγχρονης τέχνης με σημαίνουσα την συλλογή Γεώργιου Κωστάκη με έργα τέχνης της ρωσικής Αβάν-γκαρντ της δεκαετίας του '20 και αποκτήθηκε το 1997.
      Το πρώτο μουσείο σύγχρονης τέχνης που ιδρύθηκε στην Ελλάδα. Καλύπτει όλους τους τομείς της σύγχρονης τέχνης, ενώ στεγάζει 2000 έργα και μια πλούσια βιβλιοθήκη.
      Μουσείο κειμηλίων των προσφύγων πρώτης και δεύτερης γενιάς: αντικείμενα καθημερινής χρήσης, υφαντά, καραμανλίδικα ευαγγέλια, βιβλία, φωτογραφίες, παραδοσιακές φορεσιές από τη Μικρά Ασία.
      Στεγάζει συλλογές χαρακτικών, εικόνων, έργων Θεσσαλονικέων καλλιτεχνών, έργων Νεοελληνικής Τέχνης και έργων του Νικολάου Γύζη.
      Επισκέψιμο έπειτα από συνεννόηση στο σπίτι του ιδρυτή του σύγχρονου Τουρκικού κράτους.
      Αποτελεί το μουσείο της ιστορίας και του Ολοκαυτώματος της Εβραϊκής κοινότητας της πόλης.
      Το ανατολικό τμήμα του μεγάλου ρωμαικού λουτρού που μετατράπηκε στα παλαιοχριστιανικά χρόνια σε παρεκκλήσιο και αγίασμα.
      Eίναι το μεγαλύτερο τεχνολογικό μουσείο της Ελλάδος, γνωστό και ως Πλανητάριο ή Νόησις.
      Βρίσκεται στο Ελευθέριο - Κορδελιό και περιλαμβάνει βαγόνια του Οριάν Εξπρές (Οrient Express) καθώς και πολλά ιστορικά τεμήρια της ιστορίας των σιδηροδρόμων στην Ελλάδα.
      Στεγάζεται σε παλαιό διατηρητέο αντλιοστάσιο της Εταιρείας Ύδρευσης Θεσσαλονίκης. Σκοπός του μουσείου είναι η ενημέρωση για την ιστορία της ύδρευσης αλλά και την ορθή διαχείριση του νερού.
      Αποτελεί μουσείο μνήμης των αγώνων των Ελλήνων στην νεότερη ιστορία με ιδιαίτερο Χώρο Μνήμης της Αντιδικτατορικής Αντίστασης.
      Αφιερωμένο στη δράση της Γαλλικής Συμμαχικής Στρατιάς.
      Μέσω του Μουσείου και του Συνεδριακού Κέντρου του, θα επιχειρηθεί η ανάδειξη της ιστορίας της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης που αφανίστηκε στο Ολοκαύτωμα. Επίσης θα αποτελεί κέντρο έρευνας για το Ολοκαύτωμα και εκπαιδευτικό κέντρο για την προάσπιση και την προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
      Πολυχώρος εκθέσεων και εκδηλώσεων υπό την αιγίδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
      Στεγάζεται σε ιστορική αποθήκη του λιμένα της πόλης και σε αυτό εκτίθενται κινηματογραφικά αντικείμενα και αναφορά στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
      Φωτογραφική αποτύπωση της νεοελληνικής ιστορίας και λαογραφίας με χώρο εκθέσεων για τη σύχρονη φωτογραφική τέχνη.
      Η ιστορία της Ραδιοφωνίας μέσα από αυθεντικά εκθέματα και εποπτικό υλικό.
      • Πολυχώρος Πολιτισμού Πρώην Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων
      Το Μηχανουργείο Αξυλιθιώτη ή «Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων Χαμιδιέ», και τα χιλιάδες εργαλεία, εργαλειομηχανές και άλλα ιστορικά αντικείμενά του αποτυπώνουν τη βιομηχανική –και όχι μόνο– ιστορία της Θεσσαλονίκης στον 20ό αιώνα.
      Γνωστό και ως Αθλητικό Μουσείο, με εκθέματα και παρουσιάσεις σχετικά με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την άθληση.

      Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Δείγματα διαφόρων ειδών αρχιτεκτονικής σε κτήρια της πόλης:

      Αθλητισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Η Θεσσαλονίκη είναι η έδρα για μερικά από τα μεγαλύτερα αθλητικά σωματεία της Ελλάδας, όπως ο ΠΑΟΚ, ο Άρης, και ο Ηρακλής που βοήθησε στην απελευθέρωση της πόλης μας. Άλλα σημαντικά αθλητικά σωματεία που δημιουργήθηκαν από τον προσφυγικό πληθυσμό της πόλης, εκτός από την ομάδα του ΠΑΟΚ, είναι ο Απόλλων Καλαμαριάς και ο Οδυσσέας Κορδελιού, ο Αγροτικός Αστέρας και ο Βυζαντινός Αθλητικός Όμιλος. Άλλοι τοπικοί αθλητικοί σύλλογοι τόσο της πόλης της Θεσσαλονίκης όσο και της ευρύτερης περιοχής περιμετρικά της πόλης, είναι ο Ποσειδών Νέας Μηχανιώνας, η ΜΕΝΤ, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μορφωτικός Αθλητικός Σύλλογος Νέα Γενεά Ασβεστοχωρίου, ο Παναθλητικός Αναμορφωτικός Όμιλος Νέων Επιβατών και ο Θερμαϊκός Θέρμης. Στη Θεσσαλονίκη έγινε ο πρώτος αγώνας καλαθοσφαίρισης στην Ελλάδα, από αθλητές της ΧΑΝΘ. Η πόλη αποτέλεσε μία από τις Ολυμπιακές Πόλεις κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 που διοργανώθηκαν στην Αθήνα.

      Μέσα μαζικής ενημέρωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Τηλεόραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Δημόσια Τηλεόραση
      ΚανάλιΈδρα
      ΕΡΤ3 (Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση Α.Ε.)Λεωφόρος Στρατού και Καυταντζόγλου γωνία, Θεσσαλονίκη
      Εθνικής Εμβέλειας
      ΚανάλιΈδρα
      Μακεδονία TV (Μακεδονία TV Α.Ε. & Όμιλος Αntenna)26ης Οκτωβρίου 90, Θεσσαλονίκη
      Τοπικοί Σταθμοί
      ΚανάλιΈδρα
       (Ραδιοτηλεοπτικός Σταθμός - Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησιαστική Ενημερωτική Εκπομπή Α.Ε.)Ελευθερίας 15, Αμπελόκηποι Θεσσαλονίκης
      AE Channel πρώην New TV Thessaloniki, Extra Thessaloniki, Πανόραμα TV (Τηλεοπτικές Επιχειρήσεις Πανόραμα Α.Ε.)Ίωνος Δραγούμη 4, Θεσσαλονίκη
      ATLAS TV πρώην Bee Channel, XTV, TV Χαλκιδική (Α.Ε. Ραδιοτηλεοπτικών Επιχειρήσεων)Εγνατία 154 (ΔΕΘ-Helexpo, Περίπτερο 1) Θεσσαλονίκη
      Βεργίνα Τηλεόραση (Βεργίνα Α.Ε. - Ραδιοτηλεοπτικές Επιχειρήσεις)Λεωφόρος Στρατού 31, Θεσσαλονίκη
      Γνώμη Τηλεόραση του Πολίτη (Γνώμη του Πολίτη - Ραδιοτηλεοπτική Α.Ε.)Αγίας Σοφίας 43, Θεσσαλονίκη
      Δίον Τηλεόραση πρώην Pontos TV Κ.Μ., ATLAS TV, Δίον Τηλεόραση (Πόντος Τηλεόραση Α.Ε.)Ανδρέου Γεωργίου 46, Θεσσαλονίκη
      Εγνατία Τηλεόραση (Εγνατία Τηλεόραση Α.Ε.)Ανδρέου Γεωργίου 21, Θεσσαλονίκη
      Euro Channel πρώην TV Κιλκίς (Ραδιοτηλεοπτική Κιλκίς Α.Ε.)Επέκταση Σμύρνης Άνωθεν Περιφερειακής Ευόσμου
      Europe One (Ευρώπη Ένα - Ραδιοτηλεοπτική Α.Ε.)26ης Οκτωβρίου 46 (FIX), Θεσσαλονίκη
      Κανάλι 9 πρώην Cosmos TV, Βαλκάνια TV, Κόσμο TV (Κοσμοραδιοτηλεοπτική Α.Ε.)Κρυστάλλη 4, Θεσσαλονίκη
      Nickelodeon Plus πρώην MTV+, Βαλκάνια TV (Περθώ Α.Ε. - Ραδιοτηλεοπτικές Επιχειρήσεις)Βασιλέως Ηρακλείου 28, Θεσσαλονίκη
      Time Channel (Ραδιοτηλεοπτική Α.Ε.)Παλαιά Συμμαχική οδός Ωραιοκάστρου
      TV 100 (Δημοτική Εταιρεία Πληροφόρησης, Θεάματος και Επικοινωνίας του Δήμου Θεσσαλονίκης)Νικολάου Γερμανού 1, Θεσσαλονίκη

      Έντυπος Τύπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Στην Θεσσαλονίκη εκδίδεται η εβδομαδιαία εφημερίδα Thessnews, η καθημερινή εφημερίδα Τύπος Θεσσαλονίκης καθώς και οι αθλητικές εφημερίδες Fair Play (Arena) Press, Metrosport, Άρης Είσαι και Forza.

      Ραδιόφωνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που υπάρχουν είναι:

      Θέατρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Θέατρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      • Θέατρο Άνετον
      • Θέατρο Αυλαία
      • Θέατρο Παράθλαση
      • Θέατρο Αριστοτέλειον
      • Θέατρο Εγνατία
      • Θέατρο Άρατος
      • Θέατρο Γης
      • Θέατρο Κήπου
      • Δημοτικό Ανοιχτό Θέατρο Νεάπολης
      • Κλειστό δημοτικό Θέατρο Νεάπολης
      • Ανοικτό Θέατρο Συκεών «Μάνος Κατράκης»
      • Δημοτικό Θέατρο Συκεών
      • Κινηματοθέατρο «Άστρον» Αμπελοκήπων
      • Κινηματοθέατρο «Αλέξης Μινωτής» Αμπελοκήπων

      Θεατρικοί οργανισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      • Θέατρο τέχνης Ακτίς Αελίου
      • Σχήμα Εκτός Άξονα
      • Θέατρο Άρατος
      • ΘΕΣΠΙΣ
      • Πολιτεία Θεάτρου
      • Θέατρο Πούπουλο
      • Σύγχρονο Θέατρο Ροντίδη
      • Θεατρική Ομάδα Τμ. Αγγλικής Φιλολογίας Α.Π.Θ.

      Φεστιβάλ και εκθέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      • Μπιενάλε Θεσσαλονίκης
      • Γιορτές Ανοικτού Θεάτρου
      • Δημήτρια
      • Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
      • Φοιτητική Εβδομάδα Α.Π.Θ.[142]
      • Μερκούρεια (στο Ανοικτό Θέατρο Συκεών)
      • Διεθνές Φεστιβάλ Χορού
      • Open House
      • Φωτομπιενάλε (PhotoBiennale)
      • Φεστιβάλ Βιβλίου (στην Παραλία Θεσ/νίκης)
      • Φεστιβάλ Δάσους (στο Θέατρο Δάσους)
      • Φεστιβάλ Υπερηφάνειας (Pride)

      Αδελφοποιημένες πόλεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Κύριο λήμμα: Αδελφοποιημένες πόλεις της Θεσσαλονίκης
      Ο Δήμος Θεσσαλονίκης είναι αδελφοποιημένος με πολλές πόλεις του εξωτερικού, ενώ έχει υπογράψει σύμφωνα φιλίας και συνεργασίας με άλλες πόλεις.

      Μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Περισσότερες πληροφορίες: Μεταφορές στη Θεσσαλονίκη

      Αστικές συγκοινωνίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Λεωφορείο του ΟΑΣΘ.
      Η Θεσσαλονίκη διαθέτει ένα εκτεταμένο δίκτυο λεωφορειακών γραμμών που εξυπηρετούν ολόκληρη τη μητροπολιτική περιοχή. Τη διαχείρισή τους έχει ο Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης.

      Ποδηλατόδρομοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Η Θεσσαλονίκη διαθέτει δίκτυο ποδηλατοδρόμων 12 χιλιομέτρων, που ξεκινάει από τον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό και μέσω των οδών Αναγεννήσεως, Πολυτεχνείου, Σαλαμίνος, Κουντουριώτου, Νίκης, Μεγάλου Αλεξάνδρου (στο παραλιακό μέτωπο) καταλήγει στο Μέγαρο Μουσικής. Υπάρχουν κάθετοι ποδηλατόδρομοι προς την πλατεία Δημοκρατίας (Σαλαμίνος-Δωδεκανήσου), την πλατεία Αριστοτέλους, τη Ροτόντα (Γούναρη), το Πανεπιστήμιο (άγαλμα Μεγάλου Αλεξάνδρου-ΧΑΝΘ-Αγγελάκη-Εθνικής Αμύνης-Αγίου Δημητρίου) και το Γ' Σώμα Στρατού (Στρατού-Καυταντζόγλου).

      Μετρό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Το Μετρό Θεσσαλονίκης ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 2006 και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2020. Η πρώτη γραμμή θα πραγματοποιεί τη διαδρομή Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός - Νέα Ελβετία, ενώ προγραμματίζονται και επεκτάσεις προς άλλες περιοχές.

      Σιδηροδρομικές μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Η Θεσσαλονίκη αποτελεί τον πιο σημαντικό σιδηροδρομικό κόμβο της χώρας στον άξονα της γραμμής ΠΑΘΕΠ (Πατρών-Αθηνών-Θεσσαλονίκης-Ειδομένης/Προμαχώνα), καθώς συνδέει την Ελλάδα με την υπόλοιπη Ευρώπη και την Τουρκία.
      Όλες οι επιβατικές μεταφορές γίνονται από τον κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης (Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός). Η κρατική εταιρία παροχής σιδηροδρομικών υπηρεσιών είναι η ΤΡΑΙΝΟΣΕ και πραγματοποιεί καθημερινά απευθείας δρομολόγια προς ΑθήναΛάρισαΑλεξανδρούποληΈδεσσα και Καλαμπάκα. Ο Παλιός Σιδηροδρομικός Σταθμός βρίσκεται κοντά στο λιμάνι και χρησιμοποιείται σήμερα μόνο για εμπορευματικές και ταχυδρομικές μεταφορές. Από το 2014 επαναλειτούργησαν οι επιβατικές σιδηροδρομικές γραμμές που συνέδεαν την Θεσσαλονίκη με την Βουλγαρία, την ΠΓΔΜ και την Σερβία.[143]

      Οδικές μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Ο οδικός χάρτης της Θεσσαλονίκης
      Πηγή: OpenStreetMap
      Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο σταυροδρόμι των αυτοκινητοδρόμων Α1 (ΑΘΕ), Α2 (Εγνατία Οδός) και Α25 (Προμαχώνας-Σέρρες-Θεσσαλονίκη-Νέα Μουδανιά). Η Θεσσαλονίκη επίσης διαθέτει έναν αστικό αυτοκινητόδρομο, την Περιφερειακή Οδό, που αποτελεί βασική οδική αρτηρία της, καθώς συνδέει περιμετρικά τις περιοχές του Πολεοδομικού Συγκροτήματος και παρακάμπτει τον πολεοδομικό ιστό της πόλης, εξυπηρετώντας πάνω από 120.000 οχήματα καθημερινά.[εκκρεμεί παραπομπή]
      Η πόλη εξυπηρετείται εκτός του Νομού Θεσσαλονίκης με τα υπεραστικά λεωφορεία του ΚΤΕΛ από τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων Μακεδονία, που βρίσκεται στην δυτική κεντρική είσοδο της πόλης. Τα λεωφορεία προς Χαλκιδική αναχωρούν από το σταθμό υπεραστικών λεωφορείων του ΚΤΕΛ Χαλκιδικής στα νότια της πόλης.
      Οι κύριοι δρόμοι που καταλήγουν στην Θεσσαλονίκη είναι:
      • Αυτοκινητόδρομοι
      • Εθνικές οδοί

      Αεροπορικές μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Η Θεσσαλονίκη συνδέεται αεροπορικά με διάφορους εσωτερικούς και ευρωπαϊκούς προορισμούς. Ο Διεθνής Κρατικός Αερολιμένας Θεσσαλονίκης «Μακεδονία» βρίσκεται 15 km νότια της πόλης, στην περιοχή της Μίκρας.

      Ακτοπλοϊκές μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης προσεγγίζουν κρουαζιερόπλοια κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες[144]. Ακόμη τους θερινούς μήνες η Θεσσαλονίκη συνδέεται ακτοπλοϊκά με τις Σποράδες, τις Κυκλάδες και την Κρήτη.[145]

      Προξενικές Αρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

      Στη Θεσσαλονίκη υφίστανται τα ακόλουθα προξενεία χωρών:

      Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Προσωπικότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    6ος αιώνας π.Χ. - 13ος αιώνας μ.Χ.
    14ος - 19ος αιώνας
    20ός - 21ος αιώνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Good Vibes Only

Καλό Πάσχα σε διάφορες γλώσσε

Ελληνικά: Καλό Πάσχα Αγγλικά: happy easter Γερμανικά: Frohe Ostern Ιταλικά: Buona Pasqua Γαλλικά: Joyeuses Pâques Ισπανικά: Feliz Pascua Πορ...