Ετυμολογία και διάδοση του όρου σε άλλες γλώσσες
Επισκόπηση Ιστορίας της Ψυχολογίας
Η μελέτη της Ψυχολογίας σε ένα φιλοσοφικό πλαίσιο χρονολογείται από τους αρχαίους πολιτισμούς της Αιγύπτου, της Ελλάδας, της Κίνας, της Ινδίας, της Περσίας κ.τ.λ.. Οι ιστορικοί επισημαίνουν τα γραπτά των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης (ιδιαίτερα η πραγματεία του τελευταίου «Περί ψυχής» ) και ο Ιπποκράτης ως το πρώτο σημαντικό «σώμα» εργασίας στη Δύση, πλούσιο σε ψυχολογική σκέψη. Ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Έλληνας ιατρός Ιπποκράτης διατύπωσε τη θεωρία ότι οι διάφορες ψυχικές διαταραχές είναι περισσότερο φυσικής, παρά θεϊκής, προέλευσης.
Δομισμός
Ο γερμανός γιατρός Βίλχελμ Βουντ πιστώθηκε την πρώτη εφαρμογή της ψυχολογικής διάγνωσης μέσα σε ένα ψυχολογικό εργαστήριο και γι' αυτό έμεινε γνωστός ως ο «πατέρας της πειραματικής Ψυχολογίας»[19]. Ίδρυσε το πρώτο ψυχολογικό εργαστήριο, στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, το 1879[19]. Ο Βουντ επικεντρώθηκε στη «διάσπαση» των ψυχικών διεργασιών σε πιο βασικά συστατικά, διαδικασία που δικαιολογείται εν μέρει από μια αναλογία με πρόσφατες (τότε) εξελίξεις στη Χημεία, και την επιτυχή της διερεύνηση της δομής της ύλης μέσω «διάσπασής» της σε στοιχειώδη σωματίδια, όπως τα άτομα (εκείνη την εποχή ήταν τα πλέον στοιχειώδη σωματίδια). Παρόλο που ίδιος ο Βουντ δεν ήταν δομιστής, ο μαθητής του Έντουαρντ Τίτσινερ (Edward Titchener), μια μεγάλη μορφή της πρώιμης αμερικανικής Ψυχολογίας, ήταν ένας δομικός στοχαστής, αντίθετος στις λειτουργιστικές προσεγγίσεις.
Λειτουργισμός
Ο λειτουργισμός σχηματίστηκε ως μια αντίδραση στις θεωρίες της δομιστικής σχολής σκέψης και ήταν βαριά επηρεασμένος από το έργο του αμερικανού φιλοσόφου, επιστήμονα και ψυχολόγου Γουΐλιαμ Τζέιμς (William James). Ο Τζέιμς ένοιωθε ότι η Ψυχολογία πρέπει να έχει πρακτική αξία και ότι οι ψυχολόγοι έπρεπε να βρουν πώς λειτουργεί το μυαλό για το καλό ενός ανθρώπου. Στο βιβλίο του, Principles of Psychology (Αρχές ψυχολογίας (Γουΐλιαμ Τζέιμς), που εκδόθηκε το 1890, οδήγησε στα θεμέλια πολλών από τις ερωτήσεις που εξερευνούσαν οι ψυχολόγοι στα επόμενα χρόνια. Στους άλλους μεγάλους λειτουργισμικούς στοχαστές περιλαμβάνονται ο Τζον Ντιούι (John Dewey) και ο Χάρβεϋ Καρρ (Harvey Carr).
Στους άλλους συνεισφέροντες στο πεδίο αυτό, κατά το 19ο αιώνα περιλαμβάνουνται ο γερμανός ψυχολόγος Χέρμαν Έμπινγκχαουζ (Hermann Ebbinghaus), ένας πρωτοπόρος στην πειραματική μελέτη της μνήμης, που ανέπτυξε ποσοτικά μοντέλα μάθησης και λήθης στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου[21], και ο ρωσοσοβιετικός φυσιολόγος Ιβάν Πάβλοφ (Павлов, Иван Петрович), που ανακάλυψε, με τη χρήση σκύλων, μια διεργασία μάθησης, που αργότερα ονομάστηκε με τον όρο «κλασική εξάρτηση» ή «εξαρτημένα ανακλαστικά» και εφαρμόστηκε σε ανθρώπους[22].
Αρχίζοντας από τη δεκαετία του 1950, οι πειραματικές τεχνικές που τέθηκαν από τους Βουντ, Τζέιμς, Έμπινγκχαουζ και άλλους θα επαναλαμβάνονταν ως πειραματική Ψυχολογία και έγιναν με αυξανόμενο γνωσιακό ενδιαφέρον, για τις πληροφορίες και την επεξεργασία τους, δομώντας ένα μέρος της ευρύτερης γνωσιακής επιστήμης[23]. Στα πρώτα χρόνια του λειτουργισμού, αυτή τη εξέλιξη θεωρήθηκε ως μια «επανάσταση», καθώς ανταποκρίθηκε και αντέδρασε ενάντια σε οδούς σκέψης που περιλάμβαναν την ψυχοδυναμική και το συμπεριφορισμό, που είχαν αναπτυχθεί εν τω μεταξύ.
Ψυχανάλυση
Από τη δεκαετία του 1890 ως το θάνατό του το 1939, ο Αυστριακός γιατρός Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud) ανέπτυξε την «ψυχανάλυση», που συνδύαζε τη μέθοδο της διερεύνησης του μυαλού και την ερμηνεία της εμπειρίας. Συστηματοποίησε ένα σύνολο θεωριών πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά και σχημάτισε μια μορφή ψυχοθεραπείας για τη θεραπεία ψυχολογικής ή συναισθηματικής δυστυχίας, ιδιαίτερα κρίσης του ασυνείδητου. Η ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόυντ βασίστηκε πλατιά στις ερμηνευτικές μεθόδους, στην ενδοσκόπηση και σε κλινικές παρατηρήσεις. Έγινε πολύ καλά γνωστός, επειδή μίλησε πλατιά για «γαργαλιστικά» θέματα, όπως η σεξουαλικότητα, η καταστολή και το ασυνείδητο μυαλό ως γενικές πτυχές της ψυχολογικής εξέλιξης. Αυτά τα θέματα θεωρούνταν ευρύτατα ως θέματα ταμπού, στην εποχή του (τουλάχιστον). Ο Φρόυντ αποτέλεσε τον καταλύτη για την ανοικτή συζήτηση των θεμάτων αυτών στην «ευγενική» κοινωνία. Κλινικά, ο Φρόυντ βοήθησε με το να καινοτομήσει με τη μέθοδο του «ελεύθερου συνειρμού» και έδειξε ένα θεραπευτικό ενδιαφέρον για την ερμηνεία των ονείρων[25][26].
Ο Φρόυντ είχε μια σημαντική επιρροή στον Ελβετό ψυχαναλυτή Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (Carl Jung), που η Αναλυτική του Ψυχολογία έγινε μια εναλλακτική από τη Ψυχολογία του Βάθους. Άλλοι πολύ γνωστοί ψυχαναλυτικοί μελετητές των μέσων του 20ού αιώνα περιλάμβαναν ψυχαναλυτές, ψυχολόγους, ψυχιάτρους και φιλοσόφους. Ανάμεσα σ' αυτούς τους διανοητές ήταν ο Έρικ Έρικσον (Erik Erikson), η Μελανί Κλέιν (Melanie Klein), ο Ντόναλντ Γουΐνικοτ (Donald Winnicott), ο Κάρεν Χόρνεϋ (Karen Horney), ο Έριχ Φρομ (Erich Fromm), ο Τζον Μπόουλμπυ (John Bowlby) και η Άννα Φρόυντ (Anna Freud), η κόρη του Σίγκμουντ Φρόυντ. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η ψυχανάλυση εξελίχθηκε σε διαφορετικές σχολές σκέψης, οι περισσότερες από τις οποίες μπορούν να ταξινομηθούν ως Νεοφροϋντινές.
Η ψυχαναλυτική θεωρία και θεραπεία επικρίθηκαν από ψυχολόγους όπως το Χανς Έυσενκ (Hans Eysenck), ο Άλφρεντ Άντλερ (Alfred Adler) και από φιλοσόφους που περιλαμβάνουν τον Καρλ Πόπερ (Karl Popper). Ο Πόπερ, ένας φιλόσοφος της επιστήμης, διαφώνησε στο ότι η ψυχανάλυση είχε διαστρεβλωθεί ως επιστημονική ενασχόληση[28], ενώ ο Έυσενκ είπε ότι οι ψυχαναλυτικές θεωρίες διαψεύδονται από πειραματικά δεδομένα. Μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, τμήματα Ψυχολογίας σε αμερικανικά πανεπιστήμια είχαν επιστημονικά προσανατολιστεί, περιθωριοποιώντας τη φροϋδική θεωρία και απορρίπτοντάς την ως ένα «αφυδατωμένο και νεκρό» ιστορικό τεχνούργημα. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, οι ερευνητές στον αναδυόμενο τομέα της νευροψυχανάλυσης υπερασπίστηκαν κάποιες από τις ιδέες του Φρόυντ με βάση επιστημονικά κριτήρια, ενώ μελετητές των ανθρωπιστικών υποστήριξαν ότι ο Freud δεν ήταν ένας «επιστήμονας σε όλα, αλλά ... διερμηνέας».
Συμπεριφορισμός
Κύριο λήμμα: Συμπεριφορισμός
- Μεθοδολογικός Συμπεριφορισμός
Ο Μεθοδολογικός Συμπεριφορισμός, θεμελιωτής του οποίου υπήρξε ο Τζον Γουάτσον (ψυχολόγος), αποτελεί μια πρώιμη μορφή του ρεύματος, με σημαντικές συνεισφορές, αλλά και πολλούς περιορισμούς. Σύμφωνα με την οπτική αυτή, αντικείμενο επιστημονικής ανάλυσης θα έπρεπε να είναι μόνο η δημόσια παρατηρήσιμη δραστηριότητα των ατόμων. Έτσι, ο μεθοδολογικός συμπεριφορισμός παραμέλησε συστηματικά τόσο τη βιολογική πλευρά των ατόμων όσο και την ιδιωτικά παρατηρούμενη λειτουργία του (πχ σκέψεις, φαντασία, όνειρα, κλπ). Αυτό συνέβη, όπως καταδεικνύει το όνομα της προσέγγισης αυτής, για μεθοδολογικούς σκοπούς, καθώς μόνο οι δημόσια παρατηρήσιμες συμπεριφορές θα μπορούσαν να εξεταστούν "αντικειμενικά".
- Θεμελιώδης Συμπεριφορισμός
Οι περιορισμοί του μεθοδολογικού συμπεριφορισμού οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας νέας οπτικής από τον Μπ. Φ. Σκίνερ που ονομάστηκε θεμελιώδης συμπεριφορισμός (radical behaviorism). Μια από τις βασικές επιδιώξεις του Σκίνερ ήταν η ερμηνεία της ιδιωτικά παρατηρούμενης δραστηριότητας των ατόμων μέσα από στέρεα θεμελιωμένες επιστημονικές αρχές. Τα κύρια χαρακτηριστικά του Θεμελιώδους Συμπεριφορισμού είναι η δέσμευση στον Πραγματισμό και τη Φυσική Επιλογή, η μελέτη ολόκληρου του φάσματος της δραστηριότητας (ή συμπεριφοράς) του ατόμου και η άρνηση της ουσιαστικοποίησης (ή ουσιοποίησης) και του γνωστικισμού.
- Δέσμευση στον Πραγματισμό και τη Φυσική Επιλογή
Ο Θεμελιώδης Συμπεριφορισμός έχει μεγάλη συγγένεια με τον Πραγματισμό του Τ. Σ. Πιρς και συγκεκριμένα με την έμφαση στις συνέπειες μιας συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τον Σκίνερ, οι συναρτήσεις επιβίωσης (πχ γεωλογικές συνθήκες, άλλα είδη, θηρευτές, κλπ) έχουν επιλέξει εκτός από ανατομικά χαρακτηριστικά και πρότυπα συμπεριφοράς. Τα αντανακλαστικά που μελέτησε ο Παβλόφ και ο Γουάτσον είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, όπου ένα αμέσως πρότερο ερέθισμα προκαλεί μια αντίδραση (Ε -> Α). Η διεργασία αυτή ονομάστηκε προκαλούμενη συμπεριφορά. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς μας, ωστόσο, οφείλεται στην επιλογή από τις συνέπειες προηγούμενων παρόμοιων δραστηριοτήτων. Έτσι, οι συναρτήσεις επιβίωσης (φυσική επιλογή) συμπληρώνονται από τις συναρτήσεις ενίσχυσης που βιώνουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Σε ένα τυπικό πείραμα, ένα περιστέρι ραμφίζει ένα πλήκτρο πιο συχνά όταν η δράση του ακολουθείται από πρόσβαση στην τροφή. Εδώ λέμε πως οι συνέπειες (τροφή) της δράσης (ράμφισμα) έχουν επιλέξει ή ενισχύσει τη δράση αυτή. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς μας αποτελείται από δράσεις που επιλέγονται συστηματικά από τις συνέπειές τους. Η ενίσχυση είναι η πιο σημαντική αρχή στην επιστήμη της Ανάλυσης Συμπεριφοράς.
- Μελέτη ολόκληρου του φάσματος της Συμπεριφοράς
Για το Θεμελιώδη Συμπεριφορισμό, ο άνθρωπος είναι ένας βιολογικός οργανισμός και ολόκληρη η δραστηριότητά του ονομάζεται συμπεριφορά (περπάτημα, ομιλία, κινήσεις, σκέψη, φαντασία, όνειρα, κλπ). Η συμπεριφορά των ατόμων θεμελιώνεται, αλλάζει και διατηρείται από τη συνδυασμένη δράση: α) των συναρτήσεων επιβίωσης και β) των συναρτήσεων ενίσχυσης.[8] Στη φιλοσοφία του Θεμελιώδη Συμπεριφορισμού, η συμπεριφορά είναι το υπό μελέτη φαινόμενο και οι παράγοντες που την επηρεάζουν εντοπίζονται στην επιλογή της από τις συνέπειες που είχε στο παρελθόν. Ως προς την επιλογή από τις συναρτήσεις επιβίωσης, οι πεπτικές αντιδράσεις στην παρουσία τροφής, το βλεφάρισμα στην παρουσία σκόνης, το τράβηγμα του χεριού στην παρουσία καυτής επιφάνειας, η σεξουαλική διέγερση στην παρουσία συντρόφου, η φοβική αντίδραση στην παρουσία κινδύνου, κλπ αποτελούν συμπεριφορές επιλεγμένες από τις συνέπειές τους, δηλαδή από την επιβίωση των ατόμων που τις εκδήλωναν. Ως προς τις συναρτήσεις ενίσχυσης, μπορούμε να πούμε πως το περπάτημα επιλέγεται από τον εκάστοτε προορισμό, η συνομιλία με ένα φίλο από την αλληλεπίδραση μαζί του, το άνοιγμα του ψυγείου από την πρόσβαση σε φαγητό, η σκέψη από την εκδήλωση πιο αποτελεσματικής δράσης, η φαντασία από την παραγωγή πρωτότυπων φαινομένων, κλπ.
- Άρνηση της ουσιαστικοποίησης και του γνωστικισμού
Ο Θεμελιώδης Συμπεριφορισμός απορρίπτει τις εξηγήσεις που χαρακτηρίζονται από ουσιαστικοποίηση ή γνωστικισμό. Ουσιαστικοποίηση (ή ουσιοποίηση) ονομάζεται η αιτιώδης απόδοση ενός φαινομένου σε μια υπερκείμενη ουσία ή χαρακτηριστικό. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να πει πως ένας πληθυσμός ατόμων μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά επειδή ανήκει σε ένα είδος, κι επομένως τα κουνέλια έχουν μεγάλα αυτιά και χνουδωτή ουρά επειδή είναι κουνέλια. Ο εξέχων βιολόγος Ernst Mayr εξήγησε πως η οπτική αυτή είναι λανθασμένη, καθώς τα άτομα ενός είδους εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά όχι επειδή ανήκουν στο είδος αυτό, αλλά επειδή τα εν λόγω χαρακτηριστικά οφείλονται στη φυσική επιλογή. Το είδος είναι μια περιγραφική έννοια που συνοψίζει αυτά τα χαρακτηριστικά και όχι η αιτία τους. Μεταφέροντας την ουσιαστικοποίηση στο επίπεδο της συμπεριφοράς, συχνά λέμε πως κάποιος δεν κερνάει ποτέ, δε δίνει χαρτζιλίκι στο παιδί του, κλπ επειδή είναι τσιγκούνης, αποδίδοντας έτσι επιμέρους συμπεριφορές σε μια κατηγορία ή ουσία, τη τσιγκουνιά. Ωστόσο, η τσιγκουνιά είναι μια περιγραφική ταμπέλα που βάλαμε εμείς και όχι αιτία των συμπεριφορών. Αιτία των συμπεριφορών είναι οι συναρτήσεις που τις έχουν επιλέξει, δηλαδή η ενίσχυση. Ουσιαστικοποίηση παρατηρείται και στην ψυχοπαθολογία, όταν λέμε πως κάποιος νιώθει θλιμμένος, μένει στο σπίτι, δεν τρώει κλπ επειδή έχει κατάθλιψη. Για το Θεμελιώδη Συμπεριφορισμό, η κατάθλιψη δεν είναι κάποια ουσία ή χαρακτηριστικό που εξηγεί τις συμπεριφορές, αλλά μια ονομασία που τις περιγράφει περιληπτικά. Οι αιτίες των εν λόγω συμπεριφορών θα πρέπει να αναζητηθούν στις συνθήκες ζωής του ατόμου που τις επέλεξαν.
Η ουσιαστικοποίηση είναι στενά συνδεδεμένη με τις γνωστικές ερμηνείες της συμπεριφοράς. Για τη γνωστική ψυχολογία, οι δημόσια παρατηρήσιμες συμπεριφορές είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα γνωστικών μηχανισμών ή δομών. Έτσι, μιλάμε επειδή διαθέτουμε ένα μηχανισμό παραγωγής γραμματικής, θυμόμαστε επειδή διαθέτουμε μια δομή μνήμης, καταλαβαίνουμε εξαιτίας ενός μηχανισμού αντίληψης, κ.ο.κ. Για το Θεμελιώδη Συμπεριφορισμό, το να μιλάς, να θυμάσαι, να καταλαβαίνεις κλπ, δεν είναι παρά συμπεριφορές που έχουν επιλεχθεί από τη συνδυασμένη δράση των συναρτήσεων επιβίωσης και ενίσχυσης. Για παράδειγμα, οι συναρτήσεις επιβίωσης επέλεξαν την έκρηξη φωνημάτων στην ηλικία περίπου του 1 έτους του ανθρώπινου είδους, και στη συνέχεια, οι συναρτήσεις ενίσχυσης (πχ γονική επιβράβευση, μίμηση, κλπ) διαμόρφωσαν σταδιακά το λεκτικό ρεπερτόριο ενός ενήλικα. Οι θεμελιώδεις συμπεριφοριστές υποστηρίζουν πως τα εργαλεία κατανόησης της συμπεριφοράς που βασίζονται στην επιλογή, εξηγούν καλύτερα και πιο οικονομικά τις ιδιωτικά παρατηρούμενες συμπεριφορές σε σύγκριση με τη γνωστική ψυχολογία.
Κλάδοι
Οι Κλάδοι της Ψυχολογίας δημιουργήθηκαν χάρη στην ποικιλία και την πολλαπλότητα της συμπεριφοράς του ατόμου, που είναι και το βασικό αντικείμενο της Ψυχολογίας. Οι κλάδοι αυτοί διακρίνονται σε βασικούς και σε ειδικούς ( εφαρμοσμένους) κλάδους.
Βασικοί κλάδοι
Γενική Ψυχολογία
Η γενική Ψυχολογία διερευνά τις βασικές ψυχικές λειτουργίες του ατόμου, στοχεύοντας στη διαπίστωση νομοτελειών οι οποίες διέπουν λειτουργίες όπως η αντίληψη, η μάθηση, η μνήμη, η νόηση - σκέψη, καθώς και την επικοινωνία, τη γλώσσα, τα κίνητρα και τα συναισθήματα. Τα τελευταία χρόνια συνιστά και ανεξάρτητο κλάδο με την ονομασία γνωστική Ψυχολογία. Πιο συγκεκριμένα το επιστημονικό πεδίο της γνωστικής Ψυχολογίας βασίζεται στην προσπάθεια ερμηνείας φαινομένων όπως η αντίληψη και άλλες διανοητικές διεργασίες. Η προσπάθεια αυτή έχει ως στόχο την εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα έρευνας για τη λειτουργία της μνήμης, της προσοχής, της αντίληψης, της αναπαράστασης της γνώσης, της σκέψης, της δημιουργικότητας και της επίλυσης προβλημάτων, όπως αναφέρθηκε. Αν υποθέσουμε ότι η νόηση έχει θεμελιώδεις δομές, η γνωστική Ψυχολογία θέτει το ερώτημα πώς αποκτάμε τη γνώση. Η έρευνα αναπαριστά αυτή τη διαδικασία σαν έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, στον οποίο οι πληροφορίες εισέρχονται, επεξεργάζονται και αποθηκεύονται έτσι ώστε να έχουμε άμεση πρόσβαση, όταν τις χρειαζόμαστε. Σε αυτό το σημείο είναι που ανώτερες διαδικασίες όπως η γλώσσα, η μνήμη, η σκέψη και η επίλυση προβλημάτων μετασχηματίζουν την πληροφορία σε γνώση. Η γνωστική Ψυχολογία έχει συμβάλλει ζωτικά στην κατανόηση της μάθησης και έχει τεράστια εφαρμογή στην παιδαγωγική Ψυχολογία αλλά και όχι μόνο.
Πειραματική Ψυχολογία
Η πειραματική Ψυχολογία μελετά διάφορα ψυχικά φαινόμενα και διάφορες μορφές συμπεριφοράς χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τη μέθοδο του πειράματος. Γενική και πειραματική Ψυχολογία συχνά συμπορεύονται και συνδέονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μιλούμε πια για γενική πειραματική Ψυχολογία. uii
Βιοψυχολογία
Ψυχοβιολογία,η Βιοψυχολογία, η νευροεπιστήμη της συμπεριφοράς (Behavioral Neuroscience). Ο κλάδος αυτός ήταν αρχικά γνωστός ως Φυσιολoγική Ψυχολογία (Physiological Psychology).
Αναπτυξιακή Ψυχολογία
Ο κλάδος αυτός διερευνά τις διαδικασίες εξέλιξης του ατόμου σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες λειτουργίες (π.χ εξέλιξη της νόησης) και τους παράγοντες (κληρονομικούς και περιβαλλοντικούς) που επιδρούν στις διαδικασίες αυτές από τη βρεφική μέχρι τη γεροντική ηλικία. Ειδικότερα η εξελικτική Ψυχολογία μελετά την αλλαγή της συμπεριφοράς στα έμβια όντα κατά τη διάρκεια της φυλογενετικής εξέλιξης του είδους. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι πιστεύουν ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς περιόδου εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής. Τέλος η εξελικτική Ψυχολογία δίνει ιδιαίτερη σημασία στον προσαρμοστικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς.
Κοινωνική Ψυχολογία
Η κοινωνική Ψυχολογία διερευνά την αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμου και κοινωνικού περιβάλλοντος (επικοινωνία, στάσεις, προκαταλήψεις). Ο άνθρωπος δεν είναι ένα μονοδιάστατο ον και σίγουρα ποτέ δεν μπορείς να εξετάσεις ένα άτομο ανεξάρτητα από το περιβάλλον του. Βασισμένη πάνω σε αυτό το σκεπτικό η κοινωνική Ψυχολογία έρχεται για να ερευνήσει πως το κοινωνικό περιβάλλον επηρεάζει την συμπεριφορά του ατόμου, αλλά και τι είδους ψυχολογικές συνδέσεις δημιουργούνται μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας (οικογένεια, χωριό, κράτος)
Ψυχολογία της Προσωπικότητας και των Ατομικών Διαφορών
Ο κλάδος αυτός διερευνά τη δυναμική οργάνωση, τις ιδιότητες και τις ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης προσωπικότητας σε όλες τις εκφάνσεις της (ιδιαιτερότητα του κάθε ατόμου των φύλων, των ομάδων), εστιάζοντας την προσοχή στη διαφορετικότητα μεταξύ ατόμων και μεταξύ ομάδων και διερευνώντας τα αίτια της.
Ειδικοί κλάδοι
Ειδικοί (εφαρμοσμένοι) κλάδοι είναι εκείνοι στους οποίους τίθενται σε εφαρμογή το δεδομένα των ερευνών που διενεργούνται στο πλαίσιο των βασικών κλάδων. Οι ειδικοί κλάδοι είναι πολλοί, δεδομένου ότι τα πορίσματα των βασικών κλάδων εφαρμόζονται σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Θα δούμε ενδεικτικά κάποιους από τους ειδικούς αυτούς κλάδους:
Αθλητική Ψυχολογία
Η αθλητική Ψυχολογία ασχολείται με την προσπάθεια για την ερμηνεία και την περιγραφή της συμπεριφοράς και των βιωμάτων του ατόμου, που βρίσκονται υπό την επίδραση της αθλητικής δραστηριότητας. Επίσης, στόχος της είναι η διερεύνηση των ψυχολογικών διαδικασιών και της συμπεριφοράς των αθλητών πριν, στη διάρκεια και μετά τους αγώνες και η χρησιμοποίηση των συμπερασμάτων της στην καθημερινή αθλητική πράξη.
Παιδαγωγική και κυρίως Σχολική Ψυχολογία
Η παιδαγωγική και η σχολική Ψυχολογία ασχολούνται με ζητήματα μάθησης, αγωγής και σχέσεων στο πλαίσιο της μάθησης και της λειτουργίας του σχολείου.
Κλινική Ψυχολογία
Η κλινική Ψυχολογία ασχολείται διαγνωστικά με την ψυχοπαθολογία και παρεμβατικά με την αντιμετώπιση / θεραπεία των ψυχικών διαταραχών. Η κλινική Ψυχολογία είναι αυτή που βρίσκεται πιο κοντά στην στερεότυπη εικόνα του ψυχολόγου - ψυχοθεραπευτή. Το κεντρικό θέμα της κλινικής Ψυχολογίας είναι η παρατήρηση, η επεξεργασία και η αλλαγή της αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Ουσιαστικά δηλαδή ο κλινικός ψυχολόγος προσπαθεί να βοηθήσει άτομα με ψυχικές διαταραχές. Ο ορισμός του τι είναι η αποκλίνουσα συμπεριφορά και τι όχι είναι φυσικά δύσκολος και ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις για το θέμα. Αλλά σε γενικές γραμμές οι κλινικοί ψυχολόγοι ανά το παγκόσμιο βαδίζουν σύμφωνα με διεθνή εγχειρίδια για την αποκλίνουσα συμπεριφορά, όπως του Αμερικανικού Συνδέσμου Ψυχολογίας (APA) ή το αντίστοιχο εγχειρίδιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO), το ICD, τα οποία προσπαθούν να δώσουν κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για την διάγνωση. Η κλινική Ψυχολογία είναι κυρίως εφαρμοσμένος κλάδος της Ψυχολογίας (εφαρμόζει την ψυχολογική γνώση πάνω στον γενικό πληθυσμό), χωρίς όμως να αποκλείεται και μία ερευνητική καριέρα πάνω στον κλάδο αυτό.
Οργανωτική/Οργανωσιακή Ψυχολογία ή Ψυχολογία της Εργασίας
Ο κλάδος αυτός ασχολείται με την αλληλεπίδραση ατόμου και εργασιακού περιβάλλοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου